Γιατί οἱ πόλεμοι στὸν κόσμο;
Μᾶς ἀπαντοῦν οἱ μόνοι ποὺ μποροῦν:
Ὁ Μέγας Βασίλειος θεωρεῖ ἀπαράδεκτό τὰ ἀγαθά τῆς εἰρήνης νὰ χαίρονται ἐλάχιστοι ἄνθρωποι, ἐνῶ χιλιάδες νὰ ἀποκλείονται ἀπὸ αὐτά[1]. Σὲ ἄλλο σημεῖο, ὁ ἴδιος ρωτάει: «Μέχρι πότε θὰ ὑπάρχει πλοῦτος, ποὺ εἶναι ἡ ἀφορμὴ τοῦ πολέμου; Οἱ ἐξοπλισμοὶ γίνονται γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ πλούτου»[2].
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, συμπληρώνοντας τὸν προβληματισμὸ τοῦ Μ. Βασιλείου, λέει: «Μητέρα τῶν πολέμων εἶναι ἡ πλεονεξία, οἱ πόλεμοι μὲ τὴ σειρὰ τους γεννοῦν τὴν ὑψηλὴ φορολογία, ποὺ εἶναι ἡ αὐστηρότατη καταδίκη τῶν πολιτῶν»[3].
Γιὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, αἰτία τῆς καταστροφῆς τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν, εἶναι «ὁ ἔρωτας γιὰ τὰ χρήματα, τὴν ἐξουσία καὶ τὴ δόξα». «Τίποτε δὲν συμβάλλει τόσο πολὺ σὲ μάχη καὶ σὲ πόλεμο, ὅσο ὁ ἔρωτας γιὰ τὰ παρόντα, ὅσο δηλαδὴ ἡ ἐπιθυμία γιὰ δόξα, χρήματα ἢ γιὰ καλοπέραση»[4].Προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης στὶς σχέσεις ἀνθρώπων καὶ λαῶν, εἶναι ἡ ἀγάπη, ὄχι σὰν θεωρητικολογία, ἀλλὰ σὰν στάση ζωῆς. Ἡ ἔλλειψη τῆς ἀγάπης ὁδηγεί στὴν κοινωνικὴ ἀδικία, ποὺ ἔχει ὡς συνέπειά της τὴν ἀναστάτωση. «Ἐὰν ὅλοι ἀγαπούσαν ὁἕνας τὸν ἄλλον ἀμοιβαία, σὲ τίποτα πλέον δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀδικήσει, τουναντίον, μάλιστα, καὶ οἱ φόνοι, καὶ οἱ μάχες,καὶ οἱ πόλεμοι, καὶ οἱ ἐπαναστάσεις, καὶ οἱ ἀρπαγές, καὶ οἱ πλεονεξίες, καὶ ὅλα τὰ κακὰ θὰ παραμερίζονταν, ὥστε νὰ φθάναμε στὸ σημεῖο νὰ ἀγνοοῦμε ἀκόμα καὶ ὀνομαστικά τὴν κακία»[5].
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες δὲν κάνουν «εἰρηνολογία», δὲν ζητοῦν ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἁπλὰ νὰ ἐπιδιώξουν μιὰ εἰρήνευση ἐξωτερική, τυπική. Ὁ στόχος τους δὲν εἶναι ἡ «εἰρηνικὴ συνύπαρξη» χωρὶς περιερχόμενο. Ἡ εἰρήνη, ἄν μείνει μόνο στὰ λόγια, λέει ὁ Μ Βασίλειος, καταντάει κοροϊδία. Ὑπογραμμίζουν πὼς ἡ εἰρήνη συμπορεύεται μὲ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη.
Σκοπὸς τοῦ Χριστιανοῦ, βέβαια, εἶναι νὰ εἰρηνεύει μὲ ὅλους, ὅταν αὐτὸ εἶναι δυνατόν. «Διότι μερικὲς φορὲς δὲν εἶναι δυνατόν. Ὅπως, π.χ., ὅταν ἡ ὑπόθεση ἀφορᾶ τὴν πίστη στὸ Θεό, ἢ ὅταν ὁ ἀγώνας γίνεται γι’αὐτοὺς ποὺ ἀδικοῦνται. Ἂν δεῖς κάπου νὰ κακοποιεῖται ἡ πίστη, τότε μὴν προτιμήσεις τὴν ὁμόνοια ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ στάσου ἀντιμετωπος στὸ κακὸ μὲ γενναιότητα, μέχρι θανάτου»[6]. Ἡ χριστιανική πίστη δὲν μπορεῖ νὰ ταυτιστεὶ καὶ νὰ συμβαδίσει μὲ τὴν «εἰρήνη» τῶν ἐκμεταλλευτῶν καὶ τῶν ἀσεβῶν, γιατί ἀκριβώς αυὐτη δὲν εἶναι πραγματικὴ εἰρήνη. Εἶναι «εἰρήνη» τῶν λίγων, καὶ ὄχι ὅλων των παιδιῶν τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο «Εἶναι προτιμοτερος ὁ ἀξιέπαινος πόλεμος ἀπὸ τὴν εἰρήνη ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεὸ» [7].
Καὶ στὴν περίπτωση ὅμως αὐτή, ὁ πιστός ὁφείλει νὰ κάνει διάκριση μεταξὺ προσώπων καὶ ἀντιλήψεων. Νὰ πολεμᾶ δηλαδὴ καὶ νὰ συγκρούεται μὲ καταστάσεις, ἀλλὰ ὄχι νὰ μισεῖ καὶ νὰ ἀποστρέφεται ἀνθρώπους. Νὰ μὴν μετατρέπει, δηλαδή, ἀκόμη καὶ σὲ αὐτήν τὴν περίπτωση, τὴν ψυχή του σὲ πεδίο μάχης.
Τέλος, πρέπει νὰ τονισθεῖ ὅτι γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἐξωτερικὴ εἰρήνη, ὁ ἀνθρωπος πρέπει προηγούμενα νὰ ἔχει πετύχει τὴν εἰρήνευση τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου.
Γιὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, εἶναι ἀνώφελο καποιος νὰ ἀγωνίζεται νὰ εἰρηνεύσει τοὺς ἄλλους, ἐνῶ δὲν ἔχει κατορθώσει νὰ πετύχει τὴν ἐσωτερικὴ γαλήνη καὶ ἠρεμία. Μόνο κατορθώνοντας τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη ὁ Χριστιανός, γίνεται πραγματικὰ «εἰρηνοποιὸς» δηλαδή, «Υἱὸς Θεοῦ». Μόνο τότε, οἱ ὅποιοι ἀγώνες του γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου θὰ ἔχουν εὐεργετικὰ ἀποτελέσματα γιὰ τοὺς ἄλλους.
[1] ΒΕΠ 55, 309
[2] ΒΕΠ 54, 74, 6
[3] ΒΕΠ 59, 141
[4] PG. 55,343
[5] ΒΕΠ 61, 271
[6] PG 60, 611
[7] ΒΕΠ 58, 274,7