Slide background

AgiosIoannisXrysostomos

Ἡ ἀξία τῆς ἀγρυπνίας

1. Κάμ­ψε τὰ γό­να­τά σου, στέ­να­ξε, πα­ρα­κά­λε­σε τὸν Κύ­ρι­ο νὰ σοὺ δεί­ξη εὐ­σπλα­χνί­α πε­ρισ­σό­τε­ρο συγ­κι­νεῖ­ται κα­τὰ τὴν δι­άρ­κει­α τῶν νυ­κτε­ρι­νῶν προ­σευ­χῶν, ὅ­ταν τὸν και­ρὸ τῆς ἀ­να­παύ­σε­ως ἐ­σὺ τὸν κά­νεις και­ρὸ θρή­νων. Θυ­μή­σου ποί­α λό­γι­α ἔ­λε­γε ὁ βα­σι­λι­άς: «ἐ­κο­πί­α­σα ἐν τῷ στε­ναγ­μῶ μου, λού­σω κὰθ ἑ­κά­στην νύ­κτα τὴν κλί­νην μου, ἐν δά­κρυ­σί μου τὴν στρω­μνήν μου βρέ­ξω» (Ψάλμ.6,7) Ὅ­ση ἀ­πο­λαυ­στι­κὴ ζω­ὴ καὶ ἂν κά­νης, δὲν εἶ­ναι τό­σο ἀ­πο­λαυ­στι­κὴ ὅ­σο ἡ ζω­ὴ ἐ­κεί­νου. Ὅ­σο πλού­σι­ος καὶ ἂν εἶ­σαι, δὲν εἶ­σαι πι­ὸ πλού­σι­ος ἀ­πὸ τὸν Δαυ­ίδ. Καὶ πά­λι ὁ ἴ­δι­ος λέ­γει: «με­σο­νύ­κτι­ον ἐ­ξη­γει­ρό­μην τοῦ ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­σθαι σοὶ ἐ­πὶ τὰ κρί­μα­τα τῆς δι­και­ο­σύ­νης σου» (Ψάλμ. 118,62). Τὴν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη δὲν ἐ­νο­χλεῖ ἡ κε­νο­δο­ξί­α. δι­ό­τι πῶς μπο­ρεῖ νὰ γί­νη αὐ­τὸ τὴν ὥ­ρα ποῦ ὅ­λοι κοι­μοῦν­ται καὶ δὲν βλέ­πουν; τὴν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη δὲν μᾶς ἐ­πι­τί­θε­ται ἡ ἀ­δι­α­φο­ρί­α καὶ τὸ χα­σμου­ρη­τό. δι­ό­τι πῶς μπο­ρεῖ νὰ γί­νη αὐ­τὸ τὴ στιγ­μὴ ποῦ ἡ ψυ­χὴ δι­ε­γεί­ρε­ται ἀ­πὸ τό­σα πολ­λά;  Με­τά ἀ­πὸ τὶς παν­νυ­χί­δες αὐ­τοῦ του εἴ­δους καὶ ὁ ὕ­πνος εἶ­ναι γλυ­κὺς καὶ ἀ­πο­κα­λύ­ψεις γί­νον­ται θαυ­μά­σι­ες.

(Ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος)

2. Στοὺς ἐ­πί­γει­ους βα­σι­λεῖς, ἄλ­λοι πα­ρί­σταν­ται ἄ­ο­πλοι καὶ γυ­μνοί, ἄλ­λοι μὲ ρά­βδους, ἄλ­λοι μὲ ἀ­σπί­δες καὶ ἄλ­λοι μὲ ξί­φη. Εἶ­ναι δὲ με­γά­λη καὶ ἀ­σύγ­κρι­τη ἡ δι­α­φο­ρὰ ἀ­νά­με­σα στοὺς πρώ­τους καὶ στοὺς τε­λευ­ταί­ους. Δι­ό­τι οἱ πρῶ­τοι εἶ­ναι συ­νή­θως συγ­γε­νεῖς καὶ οἰ­κει­α­κοὶ τοῦ βα­σι­λέ­ως. Καὶ αὐ­τὰ μὲν συμ­βαί­νουν σ΄αὐ­τούς.

Ἐμ­πρὸς λοι­πὸν καὶ ἐ­μεῖς νὰ ἐ­ξε­τά­σω­με πῶς πα­ρι­στά­με­θα ἐ­νώ­πι­όν του Θε­οῦ καὶ Βα­σι­λέ­ως μας στὶς ἑ­σπε­ρι­νές, τὶς νυ­κτε­ρι­νὲς καὶ τὶς λοι­πὲς πα­ρα­στά­σεις καὶ προ­σευ­χές.

Στὴν βρα­δυ­νῆ ἀ­γρυ­πνί­α με­ρι­κοὶ ὑ­ψώ­νουν τὰ χέ­ρι­α τους σὲ προ­σευ­χή, ἄ­ϋ­λοι καὶ ἀ­πηλ­λαγ­μέ­νοι ἀ­πὸ κά­θε φρον­τί­δα. Ἄλ­λοι τὴν ἐ­πι­τε­λοῦν μὲ ψαλ­μω­δί­α. Ἄλ­λοι ἐ­πι­μέ­νουν ἰ­δι­αι­τέ­ρως στὴν ἀ­νά­γνω­σι. Ἄλ­λοι ἀ­πὸ ἀ­δυ­να­μί­α πο­λε­μοῦν ἀν­δρεί­ως τὸν ὕ­πνο μὲ τὸ ἐρ­γό­χει­ρο. Καὶ ἄλ­λοι ἀ­πα­σχο­λοῦν­ται μὲ τὴν σκέ­ψι τοῦ θα­νά­του, θέ­λον­τας ἔτ­σι νὰ αἰ­σθαν­θοῦν κα­τά­νυ­ξι. Ἐξ ὅ­λων αὐ­τῶν οἱ πρῶ­τοι καὶ οἱ τε­λευ­ταῖ­οι κά­νουν θε­ά­ρε­στη ἀ­γρυ­πνί­α. Οἱ δεύ­τε­ροι μο­να­χι­κή. Οἱ τρί­τοι βα­δί­ζουν σὲ κα­τώ­τε­ρη ὁ­δό. Πάν­τως ἀ­να­λό­γως πρὸς τὴν προ­αί­ρε­σι καὶ τὴν δύ­να­μι τοῦ κα­θε­νός, δέ­χε­ται καὶ ἀ­ξι­ο­λο­γεῖ τὰ δῶ­ρα ὁ Θε­ός.

Ὁ ἄ­γρυ­πνος ὀ­φθαλ­μὸς ἐ­ξή­γνι­σε τὸν νοῦ, ἐ­νῶ ὁ πο­λὺς ὕ­πνος ἐ­πώ­ρω­σε τὴν ψυ­χή. Ὁ ἄ­γρυ­πνος μο­να­χὸς εἶ­ναι ἐ­χθρός της πορ­νεί­ας, ἐ­νῶ ὁ ὑ­πνώ­δης εἶ­ναι σύ­ζυ­γός της.

Ἡ ἀ­γρυ­πνί­α εἶ­ναι θραῦ­σις τῆς σαρ­κι­κῆς πυ­ρώ­σε­ως, λύ­τρω­σις ἀ­πὸ τοὺς μο­λυ­σμοὺς τῶν ἐ­νυ­πνι­α­σμῶν, δα­κρύ­βρε­κτος ὀ­φθαλ­μός, ἁ­πα­λὴ καρ­δί­α, προ­φύ­λα­ξις ἀ­πὸ τοὺς λο­γι­σμούς, χω­νευ­τή­ρι­ο τῶν φα­γη­τῶν, δα­μα­στή­ρι­ο τῶν πα­θῶν, κο­λα­στή­ρι­ό της γλώσ­σης, φυ­γα­δευ­τή­ρι­ο τῶν αἰ­σχρῶν φαν­τα­σι­ῶν.

Κλί­μαξ Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου Σι­να­ΐ­του

ΛΟΓΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΕΝΑΤΟΣ. Πε­ρὶ ἀ­γρυ­πνί­ας.

3. Ἡ προ­σευ­χὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἔ­χει τό­σο με­γά­λη δύ­να­μη, ὥ­στε καὶ ἂν ἀ­κό­μη εἴ­μα­στε πι­ὸ ἄ­φω­νοι καὶ ἀ­πὸ τὶς πέ­τρες, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κά­νει τὴ γλώσ­σα μᾶς πι­ὸ ἐ­λα­φρὰ ἀ­πὸ τὸ φτε­ρό. Δι­ό­τι, ὅ­πως ὁ ζέ­φυ­ρος ὅ­ταν φυ­σά­ει στὰ πα­νι­ὰ τοῦ πλοί­ου τὸ κά­νει νὰ τρέ­χει πι­ὸ γρή­γο­ρα ἀ­πὸ τὸ βέ­λος, ἔτ­σι καὶ ἡ προ­σευ­χὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὅ­ταν πέ­σει στὴ γλώσ­σα αὐ­τοῦ ποὺ τὴν λέ­ει, κι­νεῖ τὸν λό­γο δυ­να­τό­τε­ρο ἀ­πὸ τὸν ζέ­φυ­ρο...

Πό­ση τι­μὴ δὲ ἔ­χει τὸ πράγ­μα, νὰ εἶ­ναι κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος καὶ νὰ συ­νο­μι­λεῖ μὲ τὸ Θε­ό, ὅ­λοι το γνω­ρί­ζουν, ἀλ­λὰ νὰ δεί­ξουν μὲ λό­γι­α τὸ μέ­γε­θός της δὲν μπο­ροῦν οἱ πολ­λοί, δι­ό­τι αὐ­τὴ ἡ τι­μὴ ξε­περ­νᾶ καὶ τῶν Ἀγ­γέ­λων τὴ με­γα­λο­πρέ­πει­α. Αὐ­τὸ τὸ γνω­ρί­ζουν οἱ ἴ­δι­οι οἱ Ἄγ­γε­λοι, ἀ­φοῦ φαί­νον­ται πὼς ἔ­φερ­ναν τὶς δε­ή­σεις τῶν Προ­φη­τῶν στὸ Θε­ό, τοὺς ὕ­μνους καὶ τὶς λα­τρεῖ­ες στὸ Δε­σπό­τη μὲ φό­βο πο­λύ, ἔ­χον­τας καὶ τὰ πό­δι­α σκε­πα­σμέ­να ἀ­πὸ τὴν με­γά­λη εὐ­λά­βει­α. Ἀλ­λὰ ἂν ἐ­κεῖ­νοι ποὺ πε­τοῦν καὶ δὲν ἡ­συ­χά­ζουν κα­θό­λου δεί­χνουν τὸ φό­βο ποὺ ἔ­χουν, τοῦ­το μου φαί­νε­ται ὅ­τι τὸ κά­νουν γι­ὰ νὰ ἐκ­παι­δεύ­ουν ἐ­μᾶς στὸν και­ρὸ τῆς προ­σευ­χῆς νὰ λη­σμο­νοῦ­με τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση· καὶ μὲ τὴν προ­θυ­μί­α καὶ τὸν φό­βο ποὺ ἔ­χου­με, νὰ μὴ βλέ­που­με, οὔ­τε νὰ φαν­τα­ζό­μα­στε κα­νέ­να πράγ­μα τού­του τοῦ κό­σμου, ἀλ­λὰ νὰ μᾶς φαί­νε­ται πὼς εἴ­μα­στε με­τα­ξύ των Ἀγ­γέ­λων καὶ προ­σφέ­ρου­με τὴ λα­τρεί­α ποὺ προ­σφέ­ρουν κι ἐ­κεῖ­νοι. Δι­ό­τι ὅ­λα τα ἄλ­λα, τὰ δι­κά μας, εἶ­ναι πο­λὺ χω­ρι­σμέ­να ἀ­πὸ τὰ δι­κά τους· καὶ ἡ φύ­ση καὶ ὁ τρό­πος ζω­ῆς καὶ ἡ σο­φί­α καὶ ἡ φρον­τί­δα καὶ ὅ,τι ἄλ­λο· ἡ προ­σευ­χὴ ὅ­μως εἶ­ναι κοι­νὸ ἔρ­γο τῶν Ἀγ­γέ­λων καὶ τῶν ἀν­θρώ­πων. Αὐ­τὴ ἡ προ­σευ­χὴ σὲ ξε­χω­ρί­ζει ἀ­πὸ τὰ ἄ­λο­γα ζῶ­α, αὐ­τὴ ἡ προ­σευ­χὴ σὲ κά­νει σύν­τρο­φο τῶν Ἀγ­γέ­λων αὐ­τὴ μπο­ρεῖ γρή­γο­ρα νὰ σὲ ἀ­νε­βά­σει στὴ δι­κή τους πο­λι­τεί­α, στὴ ζω­ή, στὴ δί­αι­τα, καὶ τὴν τι­μὴ καὶ τὴν συγ­γέ­νει­α, καὶ τὴ σύ­νε­ση καὶ τὴ σο­φί­α, καὶ νὰ σὲ κά­νει νὰ φρον­τί­ζεις ὅ­λη σου τὴ ζω­ὴ νὰ βρί­σκε­σαι σὲ προ­σευ­χὲς καὶ στὴ λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ.

«Ἐ­νῶ ὁ Πέ­τρος» λέ­ει «ἦ­ταν στὴ φυ­λα­κή· ἡ ἐκ­κλη­σί­α προ­σευ­χό­ταν ἀ­δι­ά­κο­πα στὸ Θε­ὸ γι’ αὐ­τὸν» (Πράξ. 12, 5). Ἀ­κοῦ­τε πῶς τοὺς αἰ­σθά­νον­ταν τοὺς δα­σκά­λους τους; Δὲν ἐ­πα­να­στά­τη­σαν, δὲν θο­ρυ­βή­θη­καν, ἀλ­λὰ κα­τέ­φυ­γαν στὴν προ­σευ­χή, τὴν πραγ­μα­τι­κὰ ἄ­μα­χη σύμ­μα­χο… Ἄ­ρα τί­πο­τε δὲν εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν μέ­τρι­α θλί­ψη. Ἀ­νυ­μνοῦ­σαν τὸ Θε­ὸ μὲ τὶς γυ­ναῖ­κες καὶ τὰ παι­δι­ά τους, ἀ­γό­ρι­α, κο­ρίτ­σι­α, καὶ εἶ­χαν γί­νει μὲ τὴν θλί­ψη πι­ὸ κα­θα­ροὶ ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό. Ἐ­νῶ τώ­ρα, ἂν δοῦ­με μι­κρὸ κίν­δυ­νο, πέφ­του­με σὲ ἀ­δρά­νει­α. Τί­πο­τε δὲν ἦ­ταν λαμ­πρό­τε­ρο ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἃς τοὺς μι­μη­θοῦ­με αὐ­τούς, ἃς τοὺς ζη­λέ­ψου­με. Ἡ νύ­κτα δὲν ἔ­γι­νε γι­ὰ νὰ κοι­μό­μα­στε συ­νε­χῶς καὶ νὰ βρι­σκό­μα­στε σὲ ἀρ­γί­α. Κι αὐ­τὸ τὸ μαρ­τυ­ροῦν οἱ χει­ρο­τέ­χνες, οἱ ἁ­μα­ξη­λά­τες, οἱ ἔμ­πο­ροι, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Θε­οῦ, ποὺ ξυ­πνᾶ μέ­σα στὴ νύ­κτα. Σή­κω καὶ σὺ καὶ κοί­τα­ξε τὸ χο­ρὸ τῶν ἄ­στρων, τὴν βα­θι­ὰ σι­γή, τὴν πολ­λὴ ἡ­συ­χί­α. Τό­τε ἡ ψυ­χὴ εἶ­ναι κα­θα­ρό­τε­ρη· εἶ­ναι πι­ὸ ἐ­λα­φρὰ καὶ πι­ὸ λε­πτή, πε­τὰ πι­ὸ ἐ­λεύ­θε­ρη· αὐ­τὸ τὸ σκο­τά­δι, ἡ σι­γὴ ἡ πολ­λή, εἶ­ναι ἱ­κα­νὰ νὰ προ­κα­λέ­σουν κα­τά­νυ­ξη. Κι ἂν δεῖς τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ τὰ στίγ­μα­τα τῶν ἄ­στρων σὰν νὰ εἶ­ναι ἄ­πει­ρα μά­τι­α, θὰ αἰ­σθαν­θεῖς κά­θε γλυ­κύ­τη­τα, φέρ­νον­τας ἀ­μέ­σως στὸν νοῦ σου τὸν Δη­μι­ουρ­γό. Ἂν σκεφ­τεῖς ὅ­τι αὐ­τοὶ ποὺ στὴ δι­άρ­κει­α τῆς ἡ­μέ­ρας κραυ­γά­ζουν, γε­λοῦν, σκιρ­τοῦν, πη­δοῦν, πλε­ο­νε­κτοῦν, ἀ­πει­λοῦν ὅ­τι θὰ προ­κα­λέ­σουν χι­λι­ά­δες κα­κά, αὐ­τοὶ τώ­ρα δὲν δι­α­φέ­ρουν σὲ τί­πο­τε ἀ­πὸ τοὺς νε­κρούς, θὰ κα­τη­γο­ρή­σεις ὅ­λη τὴν ἀν­θρώ­πι­νη αὐ­θά­δει­α. Ἦρ­θε ὁ ὕ­πνος νὰ ἐ­λέγ­ξει τὴ φύ­ση· εἶ­ναι εἰ­κό­να τοῦ θα­νά­του, εἰ­κό­να τῆς συν­τέ­λει­ας. Ἂν σκύ­ψεις στὸ στε­νό, δὲν θὰ ἀ­κού­σεις φω­νή· ἂν δεῖς στὸ σπί­τι, θὰ τοὺς δεῖς ὅ­λους ξα­πλω­μέ­νους κά­τω, σὰν σὲ τά­φο. Ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι ἀρ­κε­τὰ γι­ὰ νὰ δι­ε­γεί­ρουν τὴ ψυ­χὴ καὶ νὰ τῆς προ­κα­λέ­σουν τὴν ἔν­νοι­α τῆς συν­τέ­λει­ας. Γο­νά­τι­σε, στέ­να­ξε, πα­ρα­κά­λε­σε τὸν Κύ­ρι­ό σου νὰ δεί­ξει εὐ­σπλα­χνί­α· κάμ­πτε­ται εὐ­κο­λό­τε­ρα στὶς νυ­κτε­ρι­νὲς προ­σευ­χές, ὅ­ταν σὺ κά­νεις τὴν ὥ­ρα τῆς ἀ­να­παύ­σε­ως ὥ­ρα θρή­νων. Θυ­μή­σου τὸν Βα­σι­λέ­α Δαυ­ὶδ τί ἔ­λε­γε: «κου­ρά­στη­κα ἀ­πὸ τὸ στε­ναγ­μό μου, κά­θε νύχ­τα λού­ζω τὸ κρε­βά­τι μου, καὶ βρέ­χω τὸ στρῶ­μα μου μὲ τὰ δά­κρυ­ά μου» (Ψάλμ. 6, 6). Ὅ­σο καὶ νὰ ζεῖς μέ­σα στὶς ἀ­νέ­σεις, πάν­τως ὄ­χι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον, ὅ­σο καὶ νὰ εἶ­σαι πλού­σι­ος, δὲν εἶ­σαι πλου­σι­ό­τε­ρος ἀ­πὸ τὸν Δαυ­ίδ. Καὶ πά­λι ὁ ἴ­δι­ος λέ­γει: «τὰ με­σά­νυ­κτα ση­κω­νό­μουν…» (Ψάλμ. 118, 62). Τό­τε οὔ­τε ἡ κε­νο­δο­ξί­α μᾶς ἐ­νο­χλεῖ δι­ό­τι πῶς νὰ μᾶς ἐ­νο­χλή­σει, ὅ­ταν ὅ­λοι κοι­μοῦν­ται καὶ δὲν βλέ­πουν; Τό­τε δὲν μᾶς ἐ­πι­τί­θε­ται ἡ ρα­θυ­μί­α καὶ τὸ χα­σμου­ρη­τό· πῶς νὰ μᾶς ἐ­πι­τε­θεῖ, ὅ­ταν ἡ ψυ­χὴ ἔ­χει τό­σες ἀ­φορ­μὲς νὰ δι­ε­γεί­ρε­ται;

Με­τὰ δὲ ἀ­πὸ τέ­τοι­ες ἀ­γρυ­πνί­ες καὶ ὁ ὕ­πνος εἶ­ναι γλυ­κὸς καὶ ἀ­πο­κα­λύ­ψεις θαυ­μα­στὲς συμ­βαί­νουν. Ὅ­που εἶ­ναι ὁ Χρι­στὸς στὴ μέ­ση, ἐ­κεῖ ὑ­πάρ­χει καὶ πλῆ­θος πο­λύ· ὅ­που εἶ­ναι ὁ Χρι­στός, ἀ­πα­ραι­τή­τως βρί­σκον­ται καὶ Ἄγ­γε­λοι καὶ Ἀρ­χάγ­γε­λοι κι ἄλ­λες νο­ε­ρὲς Δυ­νά­μεις. Ἄ­ρα δὲν εἶ­σθε μό­νοι, ἀ­φοῦ ἔ­χε­τε τὸν Κύ­ρι­ό των ὅ­λων.

Ἀλ­λὰ κου­ρά­σθη­κα, λέ­ει, τὴν ἡ­μέ­ρα πο­λὺ καὶ δὲν μπο­ρῶ. Αὐ­τὰ εἶ­ναι δι­και­ο­λο­γί­ες καὶ προ­φά­σεις, ἐ­πει­δὴ ὅ­σο καὶ νὰ κου­ρα­σθεῖς δὲν θὰ κο­πι­ά­σεις ὅ­σο ὁ σι­δη­ρουρ­γός, ποὺ κτυ­πᾶ τό­σο βα­ρὺ σφυ­ρὶ ἀ­πὸ πο­λὺ ψη­λὰ πά­νω στὰ πυ­ρω­μέ­να σί­δε­ρα καὶ δέ­χε­ται ὅ­λη τὴν κά­πνα στὸ σῶ­μα του, κι ὅ­μως τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς νύ­κτας τὸ κα­τα­να­λώ­νει ἔτ­σι. Κᾶ­νε λοι­πὸν καὶ σὺ πνευ­μα­τι­κὸ σι­δη­ρουρ­γεῖ­ο ποὺ θὰ κα­τα­σκευ­ά­σει ὄ­χι χύ­τρες καὶ κα­ζά­νι­α, ἀλ­λὰ τὴ ψυ­χή σου, ποὺ εἶ­ναι πο­λὺ πι­ὸ πο­λύ­τι­μη ἀ­πὸ τὸν σι­δη­ρουρ­γὸ καὶ τὸν χρυ­σο­χό­ο. Αὐ­τὴν ποὺ πά­λι­ω­σε ἀ­πὸ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες, βά­λε τὴν μέ­σα στὸ χω­νευ­τή­ρι τῆς ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως· κτύ­πη­σε τὸ βα­ρὺ σφυ­ρὶ ἀ­πὸ πο­λὺ ψη­λά, δη­λα­δὴ τοὺς λό­γους τῆς κα­τα­κρί­σε­ως τοῦ ἐ­αυ­τοῦ σου· ἄ­να­ψε τὴ φω­τι­ὰ τοῦ Πνεύ­μα­τος. Ἔ­χεις πο­λὺ με­γα­λύ­τε­ρη τέ­χνη. Δὲν συ­ναρ­μο­λο­γεῖς σκεύ­η χρυ­σά, ἀλ­λὰ τὴν πο­λυ­τι­μό­τε­ρη ἀ­π’ ὅ­λα τα χρυ­σά­φι­α ψυ­χή.

Ἄ­να­ψε τὴ ψυ­χὴ μὲ τὴ προ­σευ­χή. Πί­στε­ψε μέ, δὲν ἔ­χει τό­σο τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ κα­θα­ρί­ζει τὴ σκου­ρι­ὰ ἡ φω­τι­ά, ὅ­σο ἡ νυχ­τε­ρι­νὴ προ­σευ­χὴ τὴ σκου­ρι­ὰ τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας. Ἃς ντρα­ποῦ­με, ἂν ὄ­χι κα­νέ­ναν ἄλ­λον, τοὺς νυ­κτε­ρι­νοὺς φύ­λα­κες. Ἐ­κεῖ­νοι πε­ρι­έρ­χον­ται τοὺς δρό­μους γι­ὰ τὸν ἀν­θρώ­πι­νο νό­μο, φω­νά­ζον­τας δυ­να­τὰ μέ­σα στὴν πα­γω­νι­ὰ καὶ περ­πα­τών­τας μέ­σα ἀ­πὸ τὰ στε­νά, καὶ πολ­λὲς φο­ρὲς βρέ­χον­ται καὶ πα­γώ­νουν γι­ὰ σέ­να καὶ τὴν σω­τη­ρί­α σου καὶ γι­ὰ τὴ φύ­λα­ξη τῶν χρη­μά­των σου. Ἐ­κεῖ­νος γι­ὰ τὰ χρή­μα­τά σου παίρ­νει τό­σα προ­νο­η­τι­κὰ μέ­τρα, ἐ­νῶ ἐ­σὺ οὔ­τε γι­ὰ τὴ δι­κή σου ψυ­χή; Καὶ μά­λι­στα ἐ­γὼ δὲν σὲ ἀ­ναγ­κά­ζω νὰ πε­ρι­φέ­ρε­σαι ἔ­ξω στὸ ὕ­παι­θρο ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος, οὔ­τε νὰ πι­έ­ζε­σαι φω­νά­ζον­τας δυ­να­τά, ἀλ­λὰ μέ­νον­τας μέ­σα σ’ ἕ­ναν ἀ­πό­με­ρο χῶ­ρο, στὸ ἴ­δι­ο το δω­μά­τι­ό σου, γο­νά­τι­σε, πα­ρα­κά­λε­σε τὸν Δε­σπό­τη. Γι­α­τί αὐ­τὸς ὁ ἴ­δι­ος ὁ Δε­σπό­της δι­α­νυ­κτέ­ρευ­σε πά­νω στὸ ὅ­ρος τῶν Ἐ­λαι­ῶν; Ὄ­χι γι­ὰ νὰ γί­νει πρό­τυ­πο γι­ὰ μᾶς; Τό­τε ἀ­να­πνέ­ουν τὰ φυ­τά, τὴ νύχ­τα ἐν­νο­ῶ· τό­τε καὶ ἡ ψυ­χή, ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ αὐ­τά, δέ­χε­ται τὴ δρο­σι­ὰ Αὐ­τὰ τὰ ὁ­ποῖ­α ὁ ἥ­λι­ος τῆς ἡ­μέ­ρας τὰ ξή­ρα­νε, αὐ­τὰ τὴ νύχ­τα δρο­σί­ζον­ται. Ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρα ἀ­πὸ κά­θε δρο­σι­ὰ εἶ­ναι τὰ δά­κρυ­α ποὺ χύ­νον­ται ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἐ­πι­θυ­μι­ῶν καὶ κά­θε φλο­γώ­σε­ως καὶ καύ­σω­να καὶ δὲν ἀ­φή­νουν νὰ πά­θου­με κα­νέ­να κα­κό.

Ἂν δὲν ἀ­πο­λαύ­σει (ἡ ψυ­χὴ) αὐ­τὴ τὴ δρο­σι­ά, τὴν ἡ­μέ­ρα θὰ ξε­ρα­θεῖ ἐν­τε­λῶς. Ἀλ­λὰ ὄ­χι, νὰ μὴ συμ­βεῖ κα­νέ­νας ἀ­πὸ μᾶς νὰ τρο­φο­δο­τή­σει ἐ­κεί­νη τὴ φω­τι­ά, ἀλ­λὰ ἀ­φοῦ δρο­σι­στοῦ­με καὶ ἀ­πο­λαύ­σου­με τὴ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Θε­οῦ, ἔτ­σι ὅ­λοι νὰ ἐ­λευ­θε­ρω­θοῦ­με ἀ­πὸ τὸ φορ­τί­ο τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Κυ­ρί­ου μᾶς Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἀ­μήν.

(Ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος)

4. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ πι­ὸ κα­λὴ μέ­θο­δος, καὶ ὁ πι­ὸ εὔ­κο­λος δρό­μος πρὸς τὴν ἀ­ρε­τή, νὰ μὴ βλέ­πεις μό­νο τους κό­πους, ἀλ­λὰ μα­ζὶ μὲ τοὺς κό­πους νὰ βλέ­πεις καὶ τὰ ἔ­πα­θλα, κι αὐ­τὰ ὄ­χι μό­να τους καὶ ἀ­νε­ξάρ­τη­τα. Ὅ­ταν λοι­πὸν πρό­κει­ται νὰ δώ­σεις ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, μὴν ὑ­πο­λο­γί­ζεις τὰ χρή­μα­τα ποὺ θὰ δα­πα­νή­σεις, ἀλ­λὰ τὴν ἁ­γι­ω­σύ­νη ποὺ θὰ συλ­λέ­ξεις· «Σκόρ­πι­σε, ἔ­δω­σε στοὺς φτω­χούς· ἡ ἁ­γι­ο­σύ­νη τοῦ μέ­νει γι­ὰ πάν­τα» (Ψάλμ. 111, 9)· μὴ βλέ­πεις τὸν πλοῦ­το ποὺ ἀ­δει­ά­ζει, ἀλ­λὰ κοί­τα τὸ θη­σαυ­ρὸ ποὺ αὐ­ξά­νε­ται. Ἂν νη­στεύ­εις, μὴν ὑ­πο­λο­γί­ζεις τὴν κα­κο­πά­θει­α ποὺ φέρ­νει ἡ νη­στεί­α, ἀλ­λὰ τὴν ἄ­νε­ση ποὺ φέρ­νει ἡ κα­κο­πά­θει­α. Ἂν ἀ­γρυ­πνή­σεις στὴν προ­σευ­χή, νὰ σκέφ­τε­σαι ὄ­χι τὴν τα­λαι­πω­ρί­α ποὺ προ­κα­λεῖ ἡ ἀ­γρυ­πνί­α, ἀλ­λὰ τὸ θάρ­ρος στὸ Θε­ὸ ποὺ χα­ρί­ζει ἡ προ­σευ­χή. Ἔτ­σι κά­νουν καὶ οἱ μι­σθο­φό­ροι στρα­τι­ῶ­τες· κοι­τά­ζουν ὄ­χι τὰ τραύ­μα­τα ἀλ­λὰ τὶς ἀ­μοι­βές, ὄ­χι τὶς σφα­γὲς ἀλ­λὰ τὶς νί­κες, ὄ­χι τοὺς νε­κροὺς ποὺ πέφ­τουν ἀλ­λὰ τοὺς νι­κη­τὲς ποὺ στε­φα­νώ­νον­ται. Ἔτ­σι καὶ οἱ κα­πε­τά­νι­οι ἐμ­πρὸς στὰ κύ­μα­τα κοι­τά­ζουν τὰ λι­μά­νι­α, ἐμ­πρὸς στὰ ναυ­ά­γι­α τὰ κέρ­δη, ἐμ­πρὸς στὶς πε­ρι­πέ­τει­ες τῆς θά­λασ­σας τὰ με­τὰ τὸ τα­ξί­δι κα­λά.

Ἀ­να­λο­γί­σου πό­σο με­γά­λο εἶ­ναι μέ­σα στὴ βα­θι­ὰ νύχ­τα, ἐ­νῶ κοι­μοῦν­ται ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι καὶ τὰ θη­ρί­α καὶ τὰ ζῶ­α, ἐ­νῶ ἐ­πι­κρα­τεῖ βα­θύ­τα­τη ἡ­συ­χί­α, μο­νά­χα ἐ­σὺ νὰ ση­κω­θεῖς καὶ μὲ θάρ­ρος νὰ συ­νο­μι­λεῖς μὲ τὸν Κύ­ρι­ο ποὺ δε­σπό­ζει σὲ ὅ­λα. Ἀλ­λὰ εἶ­ναι γλυ­κὸς ὁ ὕ­πνος; Τί­πο­τα δὲν εἶ­ναι πι­ὸ γλυ­κὸ ἀ­πὸ τὴν προ­σευ­χή. Ἂν συ­νο­μι­λή­σεις ἰ­δι­αι­τέ­ρως μα­ζί του, πολ­λὰ θὰ κα­τα­φέ­ρεις, γι­α­τί κα­νεὶς δὲ θὰ σὲ ἐ­νο­χλεῖ μή­τε θὰ σὲ ἀ­πο­σπᾶ ἀ­πὸ τὴ δέ­η­ση· ἔ­χεις (τό­τε) καὶ τὴν ὥ­ρα σύμ­μα­χο στὸ νὰ πε­τύ­χεις αὐ­τὰ ποὺ θέ­λεις. Ἀλ­λὰ στρι­φο­γυ­ρί­ζεις ξα­πλω­μέ­νος πά­νω σε μα­λα­κὸ στρῶ­μα, καὶ βα­ρι­έ­σαι νὰ ση­κω­θεῖς; Σκέ­ψου τοὺς ση­με­ρι­νοὺς μάρ­τυ­ρες, ποὺ εἶ­ναι ξα­πλω­μέ­νοι πά­νω σε σι­δε­ρέ­νι­α σχά­ρα καὶ δὲν ἔ­χουν ἀ­πὸ κά­τω στρῶ­μα ἀλ­λὰ κάρ­βου­να στρω­μέ­να. Ἐ­δῶ θέ­λω νὰ τε­λει­ώ­σω τὴν ὁ­μι­λί­α, ὥ­στε νὰ φύ­γε­τε ἔ­χον­τας πρό­σφα­τη καὶ νω­πὴ τὴν ἀ­νά­μνη­ση τῆς σχά­ρας καὶ αὐ­τὴ νὰ θυ­μά­στε καὶ τὴ νύχ­τα καὶ τὴν ἡ­μέ­ρα. Καὶ ἂν μᾶς κρα­τοῦν μύ­ρι­α δε­σμά, θὰ μπο­ρέ­σου­με ὅ­λα εὔ­κο­λα νὰ τὰ σπά­σου­με καὶ νὰ ση­κω­θοῦ­με γι­ὰ προ­σευ­χή, ἔ­χον­τας στὸ νοῦ μᾶς πάν­τα αὐ­τὴ τὴ σχά­ρα. Καὶ ὄ­χι μό­νο ἐ­κεί­νη τὴ σχά­ρα, ἀλ­λὰ καὶ τὶς ἄλ­λες τι­μω­ρί­ες τῶν μαρ­τύ­ρων νὰ ζω­γρα­φί­ζου­με στὸν πί­να­κα τῆς καρ­δι­ᾶς μας.

(ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος)

5. Ἄ­να­ψε τὴ ψυ­χὴ μὲ τὴ προ­σευ­χή. Πί­στε­ψε μέ, δὲν ἔ­χει τό­σο τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ κα­θα­ρί­ζει τὴ σκου­ρι­ὰ ἡ φω­τι­ά, ὅ­σο ἡ νυχ­τε­ρι­νὴ προ­σευ­χὴ τὴ σκου­ρι­ὰ τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας.

Ἃς ντρα­ποῦ­με, ἂν ὄ­χι κα­νέ­ναν ἄλ­λον, τοὺς νυ­κτε­ρι­νοὺς φύ­λα­κες. Ἐ­κεῖ­νοι πε­ρι­έρ­χον­ται τοὺς δρό­μους γι­ὰ τὸν ἀν­θρώ­πι­νο νό­μο, φω­νά­ζον­τας δυ­να­τὰ μέ­σα στὴν πα­γω­νι­ὰ καὶ περ­πα­τών­τας μέ­σα ἀ­πὸ τὰ στε­νά, καὶ πολ­λὲς φο­ρὲς βρέ­χον­ται καὶ πα­γώ­νουν γι­ὰ σέ­να καὶ τὴν σω­τη­ρί­α σου καὶ γι­ὰ τὴ φύ­λα­ξη τῶν χρη­μά­των σου.

Ἐ­κεῖ­νος γι­ὰ τὰ χρή­μα­τά σου παίρ­νει τό­σα προ­νο­η­τι­κὰ μέ­τρα, ἐ­νῶ ἐ­σὺ οὔ­τε γι­ὰ τὴ δι­κή σου ψυ­χή; Καὶ μά­λι­στα ἐ­γὼ δὲν σὲ ἀ­ναγ­κά­ζω νὰ πε­ρι­φέ­ρε­σαι ἔ­ξω στὸ ὕ­παι­θρο ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος, οὔ­τε νὰ πι­έ­ζε­σαι φω­νά­ζον­τας δυ­να­τά, ἀλ­λὰ μέ­νον­τας μέ­σα σ’ ἕ­ναν ἀ­πό­με­ρο χῶ­ρο, στὸ ἴ­δι­ο το δω­μά­τι­ό σου, γο­νά­τι­σε, πα­ρα­κά­λε­σε τὸν Δε­σπό­τη.

Γι­α­τί αὐ­τὸς ὁ ἴ­δι­ος ὁ Δε­σπό­της δι­α­νυ­κτέ­ρευ­σε πά­νω στὸ ὅ­ρος τῶν Ἐ­λαι­ῶν;

Ὄ­χι γι­ὰ νὰ γί­νει πρό­τυ­πο γι­ὰ μᾶς; Τό­τε ἀ­να­πνέ­ουν τὰ φυ­τά, τὴ νύχ­τα ἐν­νο­ῶ· τό­τε καὶ ἡ ψυ­χή, ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ αὐ­τά, δέ­χε­ται τὴ δρο­σι­ά.

Αὐ­τὰ τὰ ὁ­ποῖ­α ὁ ἥ­λι­ος τῆς ἡ­μέ­ρας τὰ ξή­ρα­νε, αὐ­τὰ τὴ νύχ­τα δρο­σί­ζον­ται. Ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρα ἀ­πὸ κά­θε δρο­σι­ὰ εἶ­ναι τὰ δά­κρυ­α ποὺ χύ­νον­ται ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἐ­πι­θυ­μι­ῶν καὶ κά­θε φλο­γώ­σε­ως καὶ καύ­σω­να καὶ δὲν ἀ­φή­νουν νὰ πά­θου­με κα­νέ­να κα­κό.

Ἂν δὲν ἀ­πο­λαύ­σει (ἡ ψυ­χὴ) αὐ­τὴ τὴ δρο­σι­ά, τὴν ἡ­μέ­ρα θὰ ξε­ρα­θεῖ ἐν­τε­λῶς. Ἀλ­λὰ ὄ­χι, νὰ μὴ συμ­βεῖ κα­νέ­νας ἀ­πὸ μᾶς νὰ τρο­φο­δο­τή­σει ἐ­κεί­νη τὴ φω­τι­ά, ἀλ­λὰ ἀ­φοῦ δρο­σι­στοῦ­με καὶ ἀ­πο­λαύ­σου­με τὴ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Θε­οῦ, ἔτ­σι ὅ­λοι νὰ ἐ­λευ­θε­ρω­θοῦ­με ἀ­πὸ τὸ φορ­τί­ο τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Κυ­ρί­ου μᾶς Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἀ­μήν.

(ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος)

© Copyright 2023 Ιερός Καθεδρικός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου και Αγίου Στεφάνου Δήμου Διονύσου Αττικής Back To Top

Publish the Menu module to "offcanvas" position. Here you can publish other modules as well.
Learn More.