Ἦταν 3 Ἰουνίου καί ὁ Γέροντας, λόγω τῆς μετακόμισης ἀπό τό κελί τοῦ Τίμιου Σταυροῦ στό Κουτλουμουσιανό κελί «Παναγούδα, δέν εἶχε τακτοποιήσει τά πράγματά του, οὔτε εἶχε βγάλει ἀπό τά κιβώτια τά Μηναῖα καί τά ἄλλα ἐκκλησιαστικά βιβλία. Λόγω τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, ὁ Γέροντας δέν ἤξερε τήν ἀκριβῆ ἡμερομηνία καί ποιός Ἅγιος γιόρταζε ἐκείνη τήν ἡμέρα καί τήν ἀκολουθία τήν ἔκανε μέ κομποσχοίνι. Ὅταν ἔφτασε νά εὐχηθεῖ γιά τόν Ἅγιό της ἡμέρας κι ἔλεγε τό συνηθισμένο «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἠμῶν» τόν ἀπασχόλησε ὁ λογισμός, ποιός νά εἶναι ὁ Ἅγιος ποῦ γιόρταζε. Ἐκείνη τή στιγμή ἐμφανίστηκαν, μέ θαυμαστό τρόπο, μέσα στό ἐκκλησάκι δύο Ἅγιοι, ὁ ἕνας μπροστά καί ὁ ἄλλος λίγο πιό πίσω. Ὁ δεύτερος ἦταν ὁ Ἅγιος Παντελεήμων. Ὁ Γέροντας πάντα ἔλεγε ὅτι ὁ Ἅγιος Παντελεήμων μοιάζει πολύ μέ τόν εἰκονιζόμενο στήν εἰκόνα τῆς σκήτης τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Ὁ ἄλλος Ἅγιος, ποῦ ἦταν μπροστά, ἦταν ἄγνωστος. Εἶπε τότε ἐκεῖνος:
- «Γέροντα, εἶμαι ὁ Λουκιλλιανός».
Ὅ Γέροντας δέν εἶχε προσέξει αὐτό τό ὄνομα καί ρώτησε:
- Πῶς; Λουκιανός;
- Ὄχι, τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἅγιος, Εἶμαι ὁ Λουκιλλιανός.
Καί τότε, πάλι μέ θαυμαστό τρόπο, οἱ δύο Ἅγιοι ἐξαφανίστηκαν.
Τότε ὁ Γέροντας πῆγε καί ἄνοιξε τά κιβώτια μέ τά βιβλία καί στό Μηναῖο τοῦ Ἰουνίου βρῆκε πραγματικά ὅτι στίς 3 ἦταν ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Λουκιλλιανοῦ.
Ἀπό τότε ὁ Γέροντας ἀγαποῦσε τόν Ἅγιο Λουκιλλιανό ἰδιαίτερα κι ἔβαλε μιά εἰκονίτσα στό ἱερό καί μιά πάνω ἀπό τό στασίδι του, ποῦ τήν εἶχε ἐκεῖ μέχρι τό τέλος.
ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ
Ὁ Κύριος μας διαβεβαίωσε ὅτι «τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῶ ἐστίν». Δηλαδή, ἐκεῖνα πού εἶναι ἀδύνατο νά γίνουν μέ τήν ἀσθενική δύναμη καί λογική του ἀνθρώπου, αὐτά εἶναι κατορθωτά καί δυνατά ἀπό τόν Θεό. Πράγματι, ποιός θά περίμενε ἀπό ἕναν ἄνθρωπο πού πέρασε σχεδόν ὅλη του τή ζωή μέσα στήν εἰδωλολατρία, τῆς ὁποίας, μάλιστα, ἦταν καί ἱερέας, νά γίνει χριστιανός; Κι ὅμως. Αὐτό συνέβη μέ τό γέροντα ἱερέα εἰδωλολάτρη Λουκιλλιανό, πού ἔζησε στά χρόνια του βασιλιά Αὐρηλιανοῦ τό 270 μ.Χ.
Ὅταν, λοιπόν ὁ Λουκιλλιανός, ἄκουσε γιά πρώτη φορά χριστιανικό κήρυγμα στήν πατρίδα του Νικομήδεια, ἡ θεία χάρη δημιούργησε μέσα του πραγματικό σεισμό. Γκρεμίστηκαν σάν χάρτινοι πύργοι οἱ εἰδωλολατρικές του πεποιθήσεις, πού τόσο βαθειά ἦταν ριζωμένες στήν ψυχή του. Τά γεροντικά του μάτια ἄνοιξαν καί μέ νεανική ζωηρότητα διακήρυξε τήν πίστη του στόν Χριστό. Προσπάθησε, μάλιστα, νά φέρει μέ τό κήρυγμά του καί ἄλλες ψυχές σ’ Αὐτόν. Τό γεγονός αὐτό καταγγέλθηκε στόν κόμη Λιβάνιο. Μέ θάρρος ὁ Λουκιλλιανός ὁμολόγησε μπροστά του τόν Χριστό. Τότε ὁ κόμης, πιεζόμενος καί ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ἱερεῖς, πού θεώρησαν τό Λουκιλλιανό λιποτάκτη τῆς θρησκείας τους, διέταξε καί τόν βασάνισαν. Ἔπειτα τόν ἔριξαν στή φωτιά γιά νά καεῖ, ἀλλά δυνατή βροχή ἔσβησε τή φωτιά. Τότε τόν ἔστειλαν στό Βυζάντιο, ὅπου ὁ Λουκιλλιανός ἀξιώθηκε νά μαρτυρήσει μέ σταυρικό θάνατο.
Στή φυλακή μέσα ὁ Ἅγιος Λουκιλλιανός βρῆκε τέσσερα παιδιά, τόν Κλαύδιο, τόν Ὑπάτιο, τόν Παῦλο καί τόν Διονύσιο, πού γιά τόν ἴδιο λόγο ἦταν φυλακισμένα καί κατόπιν ἀποκεφαλίστηκαν. Μετά τόν θάνατο καί τοῦ Ἁγίου, ἡ παρθένος Παύλη, πῆρε τά Ἱερά του λείψανα καί τά ἐνταφίασε. Τότε ὅμως, συνελήφθη καί αὐτή, βασανίζεται σκληρά καί στό τέλος ἀποκεφαλίζεται.