90 χρόνια συμπληρώνονται φέτος ἀπὸ τὴν Μικρασιατικὴ τραγωδία καὶ καταστροφή, ποὺ ὁδήγησε στὸ ὁλοκαύτωμα τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ στὴν προσφυγιὰ καὶ ἡ ἐνορία μας τιμᾶ τοὺς Μάρτυρες καὶ Ἱερομάρτυρες τῆς Ἰωνικῆς γῆς, στὰ πρόσωπα τοῦ τελευταίου Μητροπολίτου Σμύρνης Ἁγίου Χρυσοστόμου καὶ τῶν σὺν αὐτῶ ἀναιρεθέντων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν.
Εἶναι εὐκαιρία, μὲ τὸ ἀφιέρωμα τοῦτο, νὰ τονίσουμε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορᾶ τὴν ἁγιότητα τοῦ μαρτυρικοῦ ἱεράρχη, γιατί ἀποδεικνυόμενη αὐτὴ ἰδίως ἀπὸ τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς τοῦ γίνεται φάρος καὶ ὅδοδεικτης γιὰ ὅλους μας, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς.
Εἶναι ὄντως συγκλονιστικὲς οἱ περιγραφὲς τοῦ τέλους του κι εἶναι σᾶ νὰ διαβάζουμε καὶ πάλι ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὶς τελευταῖες στιγμὲς τοῦ πρωτομάρτυρα καὶ ἀρχιδιακόνου Στεφάνου.
Τὶς περιγραφὲς αὐτὲς κάνει ὄχι ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ἴσως μποροῦμε νὰ ἀμφισβητήσουμε τὴν ἀκρίβεια τῶν λόγων του, οὔτε κι ἕνας ραψωδὸς ποὺ μεγεθύνει τὰ γεγονότα στὴν ἐξιστόρησή τους, ἀλλὰ ἕνας ἐπιστήμονας, αὐτόπτης συγκλονιστικοῦ γεγονότος, ὁ ἀκαδημαϊκὸς καθηγητὴς Γεώργιος Μυλωνάς, καὶ μάλιστα σὲ ὁμιλία του ἐπίσημη, στὶς 14 Δεκεμβρίου 1982, στὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν.
Παραθέτουμε αὐτούσια τα τελευταῖα λόγια τῆς ὁμιλίας αὐτῆς:
«Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ τελειώσω τὴν ὁμιλία μου μὲ μία προσωπικὴ μαρτυρία, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ ἐξομολογοῦμαι.
Κατὰ τὶς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ Σεπτεμβρίου 1922 μία ὁμάδα φοιτητῶν τοῦ InternationalCollege τῆς Σμύρνης καὶ ἐγὼ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σὲ ἀπαίσιο ὑπόγειο, σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ μπουντρούμια τοῦ Διοικητηρίου τῆς Σμύρνης. Σ’ αὐτὸ ἦταν ἀσφυκτικὰ στριμωγμένοι Ἕλληνες Χριστιανοὶ αἰχμάλωτοι, μᾶλλον ἄνθρωποι προωρισμένοι γιὰ θάνατο. Τὶς βραδυνὲς ὧρες φύλακες μ’ ἐπικεφαλῆς Τουρκοκρήτα παρελάμβανον θύματα ποὺ ἐτυφεκίζοντο.
Στὶς 5 τὸ ἀπόγευμα τῆς τελευταίας ἡμέρας τοῦ θλιβεροῦ Σεπτεμβρίου, ὁ Τουρκοκρὴς ἐκεῖνος μὲ διέταξε νὰ τὸν ἀκολουθήσω στὴν αὐλή. «Εἶσαι δάσκαλος;» μὲ ρωτᾶ. «Αὐτὴν τὴν τιμὴ εἶχα» τοῦ ἀπαντῶ. «Καὶ οἱ ἄλλοι ποῦ ἤσαν μαζί σου εἶναι φοιτητές;» – «Ναί», τοῦ λέγω. «Γρήγορα μάζεψέ τους καὶ φέρε τοὺς ἔδω». – Ἐλᾶτε μαζί μου ἔξω», λέγω στοὺς συντρόφους μου. «Φαίνεται ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα μας. Ἐμπρὸς μὲ θάρρος». Ποιὰ ἦταν ἡ ἔκπληξή μας ὅταν ἀκούσαμε τὸν Τοῦρκο-Κρητικὸ νὰ λέει: «Δὲν θὰ σᾶς σκοτώσω, θὰ σᾶς σώσω. Ἀπόψε θὰ θανατωθοῦν ὅλοι ὅσοι εἶναι στὸ μπουντρούμι, γιατί ἔφεραν καὶ ἄλλους ποὺ δὲν ἔχουμε χῶρο νὰ τοὺς στοιβάξουμε. Θὰ σᾶς σώσω σήμερα, γιατί ἐλπίζω αὐτὸ νὰ μὲ βοηθήσει νὰ λησμονήσω μία τρομερὴ σκηνὴ ποὺ ἀντικρυσαν τὰ μάτια μου, σκηνὴ στὴν ὁποία ἔλαβα μέρος».
Καὶ συνέχισε «Παρακολούθησα τὸ χάλασμα τοῦ Δεσπότη σας. Ἤμουν μ’ ἐκείνους ποὺ τὸν τύφλωσαν, ποὺ τοῦ ‘βγάζαν τὰ μάτια καὶ αἱμόφυρτο, τὸν ἔσυραν ἀπὸ τὰ γένεια καὶ τὰ μαλλιὰ στὰ σοκάκια τοῦ Τουρκομαχαλᾶ, τὸν ξυλοκοποῦσαν, τὸν ἔβριζαν καὶ τὸν πετσόκοβαν. Βαθειὰ ἐντύπωσή μου ἔκανε καὶ ἀξέχαστος παραμένει ἡ στάση του. Στὰ μαρτύρια ποὺ τὸν ὑπέβαλαν δὲν ἀπῆντα μὲ φωνές, μὲ παρακλήσεις, μὲ κατάρες. Τὸ πρόσωπό του τὸ κατάχλωμο, τὸ σκεπασμένο μὲ τὸ αἷμα τῶν ματιῶν του, τὸ πρόσωπό του εἶχε ἐστραμμένο πρὸς τὸν Οὐρανὸ καὶ διαρκῶς κάτι ψιθύριζε ποὺ δὲν ἠκούετο πέρα ἀπὸ τὴν περιοχή του. Ξέρεις ἐσύ, δάσκαλε, τί ἔλεγε;» – «Ναὶ ξέρω» τοῦ ἀπήντησα. Ἔλεγε: «Πάτερ Ἅγιε, ἅφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιούσι». «Δὲν σὲ καταλαβαίνω, δάσκαλε, μὰ δὲν πειράζει. Ἀπὸ καιροῦ σὲ καιρό, ὅταν μποροῦσε, ὕψωνε κάπως τὸ δεξί του χέρι καὶ εὐλογοῦσε τοὺς διῶκτες του. Κάποιος πατριώτης μου ἀναγνωρίζει τὴν χειρονομία τῆς εὐλογίας, μανιάζει, μανιάζει καὶ μὲ τὸ τρομερὸ μαχαίρι τοῦ κόβει καὶ τὰ δυὸ χέρια τοῦ Δεσπότη. Ἐκεῖνος σωριάστηκε στὴ ματωμένη γῆ μὲ στεναγμὸ ποὺ φαινόταν ὅτι ἦταν μᾶλλον στεναγμὸς ἀνακουφίσεως παρὰ πόνου. Τόσο τὸν λυπήθηκα τότε ποὺ μὲ δυὸ σφαῖρες στὸ κεφάλι τὸν ἀποτελείωσα. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱστορία μου. Τώρα ποὺ σᾶς τὴν εἶπα ἐλπίζω πὼς θὰ ἡσυχάσω. Γι’ αὐτὸ σας χάρισα τὴ ζωή». «Καὶ ποῦ τὸν ἔθαψαν;» ρώτησα μὲ ἀγωνία. «Κανεὶς δὲν ξέρει ποὺ ἔρριξαν τὸ κομματιασμένο τοῦ κορμί»».
Αὐτὴ εἶναι ἡ μαρτυρία ἑνὸς αὐτόπτη μάρτυρα, ποὺ φανερώνει, ὅπως εἴπαμε, τὸ μέγεθος τῆς ἁγιότητας τοῦ μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, ἀφοῦ στὴν πίστη μας τὴν ὀρθόδοξη ἐκεῖνο ποὺ ἀποτελεῖ ἀποδεικτικὸ μεγάλης ἁγιότητας εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ ἁπλώνεται καὶ πρὸς τὸν ἐχθρό.
Καὶ τίποτε νὰ μὴν ξέραμε γιὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο, καὶ μύρια ὅσα νὰ τοῦ ἔχουν καταλογιστεῖ, τὸ τέλος του εἶναι ἐκεῖνο ποὺ φανερώνει τὴν ἐσωτερική, τῆς καρδίας του, ποιότητα. Κι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος σὰν τὸν Χριστό, σὰν τὸν ἅγιο Στέφανο, σὰν τοὺς ἀποστόλους καὶ ὅλους τους ἁγίους μάρτυρες εὐλογεῖ τοὺς διῶκτες του καὶ προσεύχεται γι’ αὐτούς.
Μόνον ὅποιος διακατέχεται πλούσια ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ ξέρουμε ὅτι ἀνήκει σ’ Ἐκεῖνον καὶ προεκτείνει τὴν ἁγιότητα Ἐκείνου.«Τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων;».
Δὲ θέλουμε νὰ μακρηγορήσουμε. Τὰ πράγματα μιλοῦν ἀπὸ μόνα τους. Ἃς ἐπιτραπεῖ ὅμως ὡς κατακλείδα στὴ μικρὴ αὐτὴ ἀναφορὰ νὰ μεταφέρουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ ἕνα ποίημα ποῦ ἔχει γραφεῖ ἀκριβῶς γιὰ τὸν ἅγιο:
ΣτὸνἅγιοΧρυσόστομοΣμύρνης
Ὅτι θεριὰ ‘νθρωπόμορφα δὲ βλέπαν καὶ δὲ νιώθαν,
τὸ ‘δᾶν τὰ δέντρα, τὰ πουλιὰ ὁ ἥλιος καὶ τὸ χῶμα.
τ’ ἅγιο κορμὶ ποῦ κείτουνταν ἀκρωτηριασμένο,
μὲ πύριν’ ὅμως τὴν ψυχὴ καὶ μὲ ἀγάπης χρῶμα!
Τὰ χείλη τοῦ ψιθύριζαν βαμμένα μέσ’ στὸ αἷμα,
τὴν ὥρα ποῦ τοῦ ρολογιοῦ οἱ δεῖκτες σταματοῦσαν
κεῖνο ποῦ πήρ’ ὁ ἄνεμος μὲ δέος καὶ μὲ φόβο,
γιὰ νὰ τὸ φέρει ὅπου γῆς καὶ δάκρυα ξεσποῦσαν.
«Πατέρα, τὴσυχώρησηδώσ’ τους, μὴτοὺςγδικιέσαι,
Γιατί δὲν ξέρουνε κι αὐτοὶ σὰν τότε οἱ ἐχθροί Σου»,
λέγαν τὰ χείλη τ’ ἅγια του Χρυσοστόμου Σμύρνης,
λίγο πρὶν φύγει ἡ ψυχή του καὶ ἀπὸ τοσώμα χωρίσουν!
Ἐσείστηκαν οἱ οὐρανοὶ ἀπ’ τὴ βαθειὰ ἀγάπη
κι εὐθὺς ἐφάνη ὁ Χριστὸς ποῦ ‘σκύψε κεῖ σιμά του.
«Δοῦλε καλὲ καὶ ἀγαθέ,μὴν τὸν φοβᾶσαι διόλου
ὅποιον σου παίρνει τὴ ζωὴ μικρὸ τ’ ἀνάστημά του»!
Κι ἔφυγε ὁ Χρυσόστομος ὁ της θυσίας ἅγιος.
Μὰ ἄφησε τὸ σῶμα τουτὴ γῆ μας νὰ λιπαίνει.
Ἀπὸ ψηλὰ τώρα θωρεῖ κι ἀπὸ τὴν προτομὴ του
θυμίζοντας τὸ χρέος μας φωνὴ ποῦ δὲν σωπαίνει!