Slide background

H-osia-porni-to-thayma-tis-metanoias-Aenai-EpAnastasi

 

Πρίν 1.400 χρό­νι­α μι­ά κο­πέ­λα, μό­λις δώ­δε­κα ἐ­τῶν, κά­που στήν Ἀ­λε­ξάν­δρει­α τῆς Αἰ­γύ­πτου, μπλέ­κε­ται στά δίχ­τυ­α τοῦ ἀ­γο­ραί­ου ἔ­ρω­τα. Δί­νε­ται μέ σῶ­μα καί ψυ­χή στήν πτώ­ση, στήν ἁ­μαρ­τί­α, στή φθο­ρά.

Ἡ σαρ­κο­λα­τρεί­α, ἡ ἠ­δο­νο­θη­ρί­α, ἡ ἀ­κό­ρε­στη λα­γνεί­α τήν κα­τα­κυ­ρι­εύ­ουν πο­λύ νω­ρίς. Ἐ­πί δε­κα­ε­πτά ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νι­α ζοῦ­σε ἀ­χόρ­τα­γα αὐ­τή τή ζω­ή δί­χως ἀ­να­στο­λές, ντρο­πές, ἐ­πι­φυ­λά­ξεις, ἐ­νο­χές καί τύ­ψεις. Θε­ω­ροῦ­σε τόν ἑ­αυ­τό της ἐ­λεύ­θε­ρο, ἀ­νε­ξάρ­τη­το, ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτο καί ἀ­κα­τα­νί­κη­το. Θαύ­μα­ζε τήν ὡ­ραι­ό­τη­τά της, τά πλού­τη της, τίς κα­τα­κτή­σεις της καί τήν προ­κλη­τι­κό­τη­τά της.

Ἕ­να θαυ­μα­στό ση­μεῖ­ο πού τῆς συ­νέ­βη στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καί δέν μπο­ροῦ­σε νά εἰ­σέλ­θει στό να­ό τήν ἔ­κα­νε νά γο­να­τί­σει, νά δα­κρύ­σει, νά θυ­μη­θεῖ τήν ἀ­θω­ό­τη­τα τῶν παι­δι­κῶν της χρό­νων. Ἄρ­χι­σε νά κλαί­ει. Ἄρ­χι­σε ἡ με­τα­στρο­φή της. Ἡ φι­λο­σαρ­κη γί­νε­ται ξαφ­νι­κά φι­λό­θε­η. Με­τα­μορ­φώ­νε­ται, ξε­μα­σκο­φο­ρεῖ, φι­λο­κα­λεῖ, ἀ­να­σταί­νε­ται. Στήν καρ­δι­ά της, με­τά ἀ­πό αὐ­τή τήν ἀ­πρό­σμε­νη ὑ­παρ­ξι­α­κή ἀλ­λα­γή, κυ­ρι­αρ­χεῖ ὁ θε­ός ἔ­ρω­τας. Ἡ ζω­ή τῆς λαμ­βά­νει βα­θύ νό­η­μα. Πρό­κει­ται γι­ά μι­ά ἡ­ρω­ί­δα, μάρ­τυ­ρα καί ὁ­σί­α.

Ἀ­να­χω­ρεῖ γι­ά τήν ἔ­ρη­μο, τήν πέ­ραν τοῦ Ἰ­ορ­δά­νου, ἀ­πο­φα­σι­στι­κά καί ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τα. Οἱ λο­γι­σμοί ἐ­πι­στρο­φῆς στήν πρό­τε­ρη ζω­ή δέν τήν ἀ­φή­νουν νά ἡ­συ­χά­σει οὔ­τε γι­ά ἕ­να λε­πτό. Τυ­ραν­νι­έ­ται ἀ­πό τούς σφο­δρούς κι αἰ­σχρούς λο­γι­σμούς ἐ­πί δε­κα­ε­πτά χρό­νι­α. Ὅ­σα χρό­νι­α ζοῦ­σε στήν ἁ­μαρ­τί­α. Κόν­τε­ψε ν' ἀ­πελ­πι­στεῖ. Ἔ­γι­νε ἕ­νας σκε­λε­τός ἀ­πό τή νη­στεί­α.

Κυ­κλο­φο­ροῦ­σε σάν ἕ­να ἀ­γρί­μι τῆς ἐ­ρή­μου. Ἡ ἀ­φι­λό­ξε­νη ἔ­ρη­μος, ἡ ξέ­νη γῆ, πέ­τρες καί σπη­λι­ές ὑ­πῆρ­ξαν κα­τοι­κί­ες. Ἔ­ζη­σε ἄλ­λα εἴ­κο­σι τρί­α χρό­νι­α δί­χως τόν φο­βε­ρό πό­λε­μο τῶν λο­γι­σμῶν. Ἐ­ξα­ϋ­λώ­θη­κε. Ἡ πε­ρί­φη­μη πόρ­νη ἔ­γι­νε ἡ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­σκή­τρι­α ὅ­λων των αἰ­ώ­νων.

Ὁ ἀβ­βᾶς Ζω­σι­μᾶς ἱ­ε­ρα­πο­δη­μών­τας μι­ά Σα­ρα­κο­στή στήν ἔ­ρη­μο εἶ­δε μι­ά σκι­ά πε­ρι­πλα­νώ­με­νη. Ὅ­ταν ἀν­τε­λή­φθη ὅ­τι ἦ­ταν μι­ά γυ­ναί­κα, κά­λυ­ψε μέ τό ἱ­μά­τι­ό του τή γύ­μνι­α της καί πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε μέ συγ­κί­νη­ση τή θαυ­μα­στή ζω­ή της. Ἐ­πι­στρέ­φον­τας τήν κοι­νώ­νη­σε. Με­τά ἕ­να ἔ­τος τή βρῆ­κε νε­κρή. Σ' ἕ­να κε­ρα­μί­δι εἶ­χε ση­μει­ώ­σει ὅ­τι ἀ­νε­παύ­θη μό­λις κοι­νώ­νη­σε.

Ἡ ἁ­μαρ­τί­α δέν εἶ­ναι ἁ­πλά ἡ πα­ρά­βα­ση τοῦ νό­μου, ἀλ­λά ἔλ­λει­ψη ἀ­γά­πης στόν Θε­ό. Ἡ ἁ­μαρ­τί­α φαν­τά­ζει πάν­τα πο­λύ ὡ­ραί­α, λί­αν ἑλ­κυ­στι­κή καί σα­γη­νευ­τι­κή. Συλ­λαμ­βά­νε­ται στό νοῦ, ἀ­πο­δέ­χε­ται καί δι­α­πράτ­τε­ται. Ἡ ἁ­μαρ­τί­α συ­νη­θί­ζει νά στε­ρεῖ τή μα­κά­ρι­α γα­λή­νη τῆς ψυ­χῆς. Ἡ συν­νε­φι­ά πού προ­η­γεῖ­ται τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, με­τά τή δι­ά­πρα­ξή της ὑ­πο­χω­ρεῖ καί ὁ ἄν­θρω­πος βλέ­πον­τας τή γυ­μνό­τη­τά του στε­νο­χω­ρεῖ­ται, θλί­βε­ται κι ἔ­χει τύ­ψεις. Ἡ οὐ­ρά τοῦ δι­α­βό­λου ἐ­πεμ­βαί­νει, ὥ­στε ὁ ἄν­θρω­πος ν' ἀ­πο­γο­η­τευ­τεῖ καί νά μή θέ­λει νά με­τα­νο­ή­σει.

Ὁ μέ­γας ψυ­χο­α­να­τό­μος, ὅ­σι­ος Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κλί­μα­κος, ὅ­ρι­σε μέ κα­τα­πλη­κτι­κή σα­φή­νει­α τά στά­δι­α τῆς ἁ­μαρ­τί­ας: Προ­σβο­λή, συν­δυ­α­σμός, συγ­κα­τά­θε­ση, αἰχ­μα­λω­σί­α, πά­λη, πά­θος. Τό πά­θος γί­νε­ται συ­νή­θει­α ἀ­γα­πη­τή καί χρό­νι­α πού πα­ρα­σύ­ρει τόν ἄν­θρω­πο δί­χως ἀν­τι­στά­σεις. Ἡ ἁ­μαρ­τί­α σκο­τί­ζει τόν ἄν­θρω­πο. Σή­με­ρα θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­δι­ά­φο­ρα, ἔ­χει γί­νει κα­νό­νας, ὁ ἄν­θρω­πος νο­μί­ζει πώς κά­νον­τας ὅ,τι θέ­λει εἶ­ναι καί ἐ­λεύ­θε­ρος. Ὅ­ποι­ος νό­μος καί ἄν ψη­φι­σθεῖ, ἡ ἁ­μαρ­τί­α δέν θά παύ­σει νά εἶ­ναι ἁ­μαρ­τί­α καί νά ἐ­νο­χλεῖ τήν ψυ­χή κά­θε τί­μι­ου, σο­βα­ροῦ κι εὐ­συ­νεί­δη­του ἀν­θρώ­που. Φθά­σα­με τό ἀ­φύ­σι­κο νά τό λέ­με φυ­σι­κό καί τό πα­ρά­λο­γο λο­γι­κό. Ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας: ἀ­πο­ξέ­νω­ση, ἀ­πο­μό­νω­ση, κε­νό, μο­να­ξι­ά, ἀ­πό­γνω­ση καί στε­νο­χώ­ρι­α.

Ἡ ὁ­σί­α Μα­ρί­α συν­δρά­μει στορ­γι­κά στή με­τα­στρο­φή ὅ­λων. Ἀ­πέ­τυ­χε ὡς πόρ­νη καί νί­κη­σε ὡς ἀ­σκή­τρι­α. Πρό­κει­ται γι­ά τρο­με­ρά γεν­ναῖ­α γυ­ναί­κα. Ἐμ­πνέ­ει. Συ­νε­γεί­ρει τούς ἁ­μαρ­τω­λούς. Μή φο­βᾶ­ται κα­νείς τίς λέ­ξεις ἀλ­λά τίς ἀ­νει­ρή­νευ­τες πρά­ξεις.

Τε­λει­ώ­νει ἡ Σα­ρα­κο­στή καί ἡ Ἀ­λε­ξαν­δρι­νή Μα­ρί­α μᾶς σκουν­τᾶ νά προ­χω­ρή­σου­με ἄ­φο­βα. Μᾶς πα­ρα­κι­νεῖ πρός ἐ­πα­να­προ­σα­να­το­λι­σμό καί νά μᾶς πεῖ ἐμ­πι­στευ­τι­κά πώς καί οἱ πόρ­νες μπο­ροῦν νά θέ­λουν νά γί­νουν ὅ­σι­ες ...

© Copyright 2023 Ιερός Καθεδρικός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου και Αγίου Στεφάνου Δήμου Διονύσου Αττικής Back To Top

Publish the Menu module to "offcanvas" position. Here you can publish other modules as well.
Learn More.