ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
Kαὶ μετὰ ἀπὸ ἔξι ἡμέρες παρέλαβε τὸν Σίμωνα Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν ἀδελφό του Ἰωάννη καὶ τοὺς ἀνέβασε σὲ πολὺ ψηλὸ βουνὸ καὶ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους. Καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ροῦχα του ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ φῶς.
Πράγματι, οἱ ἄνδρες γιὰ τοὺς ὁποίους εἶπε ὅτι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατο, ἕως νὰ δοῦν τὸν τύπο τῆς ἐλεύσεώς Του, αὐτοὶ οἱ τρεῖς ἀπόστολοι εἶναι, τοὺς ὁποίους πῆρε κοντά Του καὶ ἀνέβηκαν στὸ βουνό, ὅπου τούς ἔδειξε πῶς πρόκειται νὰ ἔλθει κατὰ τὴν ἐσχάτη ἡμέρα στὴν δόξα τῆς θεότητάς Του καὶ μὲ τὸ σῶμα τῆς ἀνθρωπότητάς Του. Τοὺς ἀνέβασε στὸ βουνό, γιὰ νὰ τοὺς δείξει Ποιὸς εἶναι καὶ Ποίου Υἱός. Διότι, ὅταν τοὺς ρωτοῦσε «ποιὸς λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι ἐγώ, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου;» ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν: «ἄλλοι, πώς εἶσαι ὁ Ἠλίας ἄλλοι, ὁ Ἱερεμίας ἡ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες». Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς ἀνεβάζει στὸ βουνὸ καὶ τοὺς ἀποκαλύπτει, ὅτι δὲν εἶναι ὁ Ἠλίας, ἀλλά ὁ Θεὸς καὶ Πλάστης τοῦ Ἠλία.
Οὔτε πάλι ὁ Ἱερεμίας, ἀλλ’ αὐτὸς πού ἁγίασε τὸν Ἱερεμία ἐκ κοιλίας. Οὔτε ἕνας ἀπό τούς προφῆτες, ἀλλ’ ὁ Κύριος τῶν προφητῶν, ὁ Ὁποῖος καὶ τοὺς ἔστειλε. Ἀλλά καὶ τοῦτο ὑποδηλώνει σ’ αὐτούς, ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ ποιητὴς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, καὶ ὁ κύριος ζωντανῶν καὶ νεκρῶν. Διότι διέταξε τὸν οὐρανό, καὶ εὐθὺς ἀμέσως κατέβασε τὸν Ἠλία. Ἔκαμε νεῦμα στὴν γῆ καὶ τὸν Μωϋσῆ παρέστησε. Καὶ σ’ αὐτοὺς πάλι τοὺς κορυφαίους τῶν προφητῶν ἀπέδειξε ὅτι Κύριος εἶναι τῶν ζώντων, ἐφόσον τὸν Ἠλία ἀπό τούς ζωντανοὺς κατέβασε. Καὶ ὅτι εἶναι Αὐτὸς πού ἐγείρει τοὺς νεκρούς, ἐφόσον ἤγειρε τὸν Μωϋσῆ ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἡ δὲ ἀνάβαση στὸ βουνὸ τοὺς βεβαίωσε ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ. Τί κι ἂν ἔλεγε σ’ αὐτοὺς ὅτι «ἐγὼ εἶμαι Θεὸς ἐκ Θεοῦ»; Δὲν θὰ πείθονταν εὔκολα, ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος, πού εἶχε περιβληθεῖ, καὶ διότι συναναστρεφόταν μαζί τους σὰν ὅμοιός τους. Ἔβλεπαν τὴν Μαριάμ, πού Τὸν γέννησε, καὶ τὸν Ἰωσήφ, πού Τὸν ἀνέθρεψε, καὶ πώς ὁ πατέρας Του εἶχε ἕνα κοινὸ ὄνομα. Παιδιὰ τοῦ Ἰωσὴφ ἤσαν οἱ ἀδελφοί Του. Καὶ ὅπως αὐτοὶ πείνασε καὶ ἔλαβε τροφή, καὶ δίψασε καὶ τὴν δίψα ἔσβησε μὲ νερό, καὶ στὸν κόπο βρῆκε παρηγοριὰ τὴν ἀνάπαυση, καὶ στὴν νύστα ἔδωσε ὕπνο.
Καὶ τὸν φόβο ἀκολούθησαν σταλαγμοὶ ἱδρῶτα. Ἔχοντας, λοιπόν, ὅλα τὰ δικά μας παρεκτὸς τὴν ἁμαρτία, πῶς θὰ γινόταν πιστευτός, ἐὰν ἔλεγε ὅτι «ἐγώ εἶμαι Θεὸς ἐκ Θεοῦ;» Διότι αὐτὰ δὲν ἤσαν ἁρμόδια στὴν θεϊκὴ φύση.
Γι’ αὐτὸ λοιπὸν στὸ βουνὸ τοὺς ἀνεβάζει, ὥστε νὰ μιλήσει ὁ Πατὴρ καὶ νὰ τοὺς διδάξει, ὅτι εἶναι πραγματικὰ Υἱός του. Ὑπέδειξε, ὅμως, καὶ τὴν βασιλεία Του πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο. Καὶ τὴν δόξα Του πρὶν ἀπὸ τὴν ὕβρη. Καὶ τὴν δύναμη Του πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος. Καὶ τὴν τιμὴ Του πρὶν ἀπὸ τὴν ἀτίμωση. Ὥστε, ὅταν δεθεῖ καὶ σταυρωθεῖ ἀπό τούς Ἰουδαίους, νὰ γνωρίσουν οἱ μαθητές Του, ὅτι δὲν σταυρώνεται ἀπὸ ἀδυναμία ἀλλά κατὰ τὸ ἀγαθό Του θέλημα, γιὰ νὰ δωρήσει τὴν χάρη, πού θὰ σώσει ὅλο τὸν κόσμο.
Δείχνει καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τὴν δόξα Του, ὥστε, ὅταν ἐγερθεῖ ἐκ νεκρῶν στὴν θεϊκὴ δόξα τῆς φύσεώς Του, νὰ γνωρίσουν ὅτι δὲν ἔλαβε τὴν δόξα ὡς μισθὸ γιὰ τὸν κόπο του, σὰν νὰ μὴν τὴν εἶχε, ἀλλ’ ἦταν ἡ δόξα Του ἀπ’ ἀρχῆς καὶ προαιώνια κοντὰ καὶ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του — καθὼς ὁ Ἴδιος λέει: «Πάτερ, δόξασέ με μὲ τὴν δόξα, πού εἶχα κοντά σου πρὶν νὰ ὑπάρξει ὁ κόσμος».
Αὐτή, λοιπόν, τὴν δόξα τῆς θεότητάς Του, τὸ ἄδηλο καὶ κρυμμένο μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση Του, ἔδειξε στοὺς ἀποστόλους κατὰ τὴν ἀνάβαση στὸ ὄρος. Διότι ἔγινε τὸ πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καὶ τὰ ροῦχα Του λευκὰ σὰν τὸ φῶς. Δύο ἥλιους ἔβλεπαν στὸ βουνὸ τὰ μάτια τῶν μαθητῶν: ὁ ἕνας ἦταν αὐτὸς πού φέρνει τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, καὶ ὁ ἄλλος ἀσυνήθης καὶ φοβερός.Ὁ ἕνας φαινόταν καὶ σ’ αὐτοὺς καὶ τὸν κόσμο ὅλο φώτιζε στὸ στερέωμα. Καὶ ὁ ἄλλος σ’ αὐτοὺς μόνους ἄστραφτε, ὁ ὁποῖος ἦταν τοῦ Ἰησοῦ τὸ πρόσωπο.
Ἔγινε, λοιπόν, τὸ πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καὶ τὰ ροῦχα Του λευκὰ ὅπως τὸ φῶς. Μὲ αὐτὰ ἔδειξε, ὅτι ἀπὸ ὅλο τὸ σῶμα Του ἐκχύθηκε ἡ δόξα Του, καὶ ἀπὸ ὅλη τὴ σάρκα Του ἕλλαμψε τὸ φῶς Του, καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ μέλη Του ἐκπορεύονταν οἱ ἀκτίνες τῆς θεότητάς Του. Διότι δὲν ἕλλαμψε ἡ σάρκα Του ἔξωθεν, ὅπως τοῦ Μωυσῆ, ὁ ὁποῖος ἀπέκτησε μὲ ἐπίκτητο φῶς ὡραιότητα, ἀλλά ἀπὸ τὸν Ἴδιο ἐκχύθηκε ἡ δόξα Του καὶ μέσα Του ἔμεινε. Ἀπὸ τὸν Ἴδιο ἀνέτειλε τὸ φῶς Του καὶ μέσα Του ἦταν συγκεντρωμένο. Οὔτε σὲ ἄλλο μέρος πῆγε ἀφήνοντάς Τον, οὔτε ἦλθε ἐκ τοῦ πλαγίου ἄλλο φῶς καὶ τὸν κόσμησε, οὔτε στολίσθηκε κατὰ χάριν μὲ ἐπίχριση ξένου φωτός, ἀλλά ἔχοντας φυσικὴ στὸν ἑαυτὸ Του τὴν λαμπρότητα, εἶχε ἀχώριστο καὶ τὸ φῶς ὅλης τῆς θεότητας. Δικό Του ἦταν καὶ οὔτε ὁλόκληρη τὴν ἄβυσσο τῆς δόξας Του τοὺς φανέρωσε, ἐφόσον τὰ μάτια τους δὲν εἶχαν τέτοια δυνατότητα. Ἀλλά τούς ἔδειξε κατὰ τὸ μέτρο τῆς ὀπτικῆς τους δυνάμεως.
Καὶ παρουσιάστηκαν σ’ αὐτοὺς ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας νὰ συνομιλοῦν μαζί Του. Τί ἔλεγαν σ’ Αὐτόν; Ἀπ’ ὅσο μπορῶ νὰ ὑποθέσω, εὐχαριστία τοῦ ἀπηύθυναν, διότι ἐπαλήθευσε τοὺς λόγους τῶν προφητῶν μὲ τὴν παρουσία Του. Καὶ προσκύνηση τοῦ ἀπένειμαν ὑπὲρ τῆς σωτηρίας, πού χάρισε στὸ ἀνθρώπινο γένος. Καὶ τὸ μυστήριο, τὸ ὁποῖο αὐτοὶ ζωγράφησαν, αὐτὸς ὁλοκλήρωσε μὲ τὸ ἔργο Του. Διότι αὐτοὶ δεχόμενοι τὶς ἀρχὲς καὶ ἀντανακλάσεις τῶν πραγμάτων προφήτευαν μὲ λόγους συγκαλυμμένους.Ὁ Σωτήρας, ὅμως, πιστοποίησε μὲ ἔργα τοὺς λόγους καὶ τὶς εἰκόνες.
Χαρὰ κατέλαβε τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς ἀποστόλους μὲ τὴν ἀνάβαση αὐτὴ στὸ βουνό. Χάρηκαν οἱ προφῆτες βλέποντας τὴν ἀνθρώπινη φύση Του, τὴν ὁποία ἐπιθυμοῦσαν νὰ δοῦν, καὶ ἀγαλλίασαν οἱ ἀπόστολοι ἀκούγοντας τὴν φωνὴ τοῦ Πατέρα. Μὲ αὐτὴν τὴν πατρικὴ φωνὴ πληροφορήθηκαν τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας Του, τὸ ὁποῖο ἦταν κρυφὸ γι’ αὐτούς. Διότι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μάθουν ἀπὸ ἄλλη πηγὴ γιὰ τὴν ἔνανθρωπισή Του, παρὰ ἀπὸ τὸν Πατέρα, πού Τὸν γέννησε χωρὶς πάθος. Ἀλλά καὶ ἡ δόξα τοῦ σώματός Του, πού φανερώθηκε, προσεπικύρωσε τὴν πατρικὴ φωνή. Καὶ σφραγίστηκε ἡ μαρτυρία τῶν τριῶν μὲ τὸν Μωϋσῆ καὶ τὸν Ἠλία, οἱ ὁποῖοι κοντὰ στὸν Ἰησοῦ στάθηκαν ὡς δοῦλοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τους. Καὶ οἱ μὲν ἔβλεπαν τούς δέ, οἱ προφῆτες τοὺς ἀποστόλους καὶ οἱ ἀπόστολοι τοὺς προφῆτες. Αὐτοὶ πού ἐξ ὀνόματος μόνο γνωρίζονταν, συναντήθηκαν τότε πρόσωπο μὲ πρόσωπο. Ἔμαθαν ἐπὶ πλέον σ’ αὐτὴν τὴν φανέρωση τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ἔθαψε τὸν Μωϋσῆ καὶ μὲ δικό Του κέλευσμα ὁ Θεσβΐτης ἀναλήφθηκε. Διότι κανεὶς δὲν εἶδε τὸ μνῆμα τοῦ Μωϋσῆ, παρὰ μόνο αὐτὸς πού τὸν ἔθαψε. Οὔτε κανεὶς γνώριζε καλύτερα πού βρισκόταν ὁ Ἠλίας, παρὰ μόνο Ἐκεῖνος πού τὸν ἀνέβασε στὸν οὐρανὸ ἐπάνω σὲ ἅρμα. Καὶ δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τοὺς φέρει ἔτσι αὐτομάτως, τὸν μὲν ἀπό τούς νεκρούς, τὸν δὲ ἀπὸ τὴν ἀγγελικὴ κατοικία, παρὰ μόνο ὁ Κύριος τῶν ὅλων καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ ἅδη καὶ τ’ οὐρανοῦ.
Καὶ συναντήθηκαν ἐκεῖ οἱ ἀρχηγοὶ τῆς Παλαιᾶς καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς Καινῆς. Εἶδε ὁ Μωϋσῆς ὁ ἅγιος τὸν Σίμωνα νὰ ἔχει ἁγιασθεῖ, ὁ οἰκονόμος τοῦ Πατρὸς τὸν ἐπίτροπο τοῦ Υἱοῦ. Ὁ μὲν ἔσχισε τὴν θάλασσα, γιὰ νὰ πεζοπορήσει ἀνάμεσα στὰ κύματα, ὁ δὲ σηκώνει σκηνὴ γιὰ νὰ οἰκοδομήσει τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία οὔτε οἱ πυλῶνες τοῦ ἅδη κατέβαλαν. Εἶδε ὁ παρθένος τῆς παλαιᾶς τὸν παρθένο τῆς νέας·ὁ Ἠλίας τὸν Ἰωάννη. Αὐτὸς πού ἀνέβηκε σὲ φλογερὸ ἅρμα, αὐτὸν πού ἔγειρε στὸ στῆθος τῆς φλόγας. Καὶ ἔγινε τὸ ὄρος τύπος τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἕνωσε ὁ Θεὸς σ’ αὐτὸ τὶς δύο διαθῆκες. Καὶ ἔτσι τὸν δέχτηκε ἡ Ἐκκλησία καὶ μᾶς γνώρισε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ δοτήρας καὶ τῶν δύο. Ἡ μία παρέλαβε τὰ μυστήρια Αὐτοῦ καὶ ἡ ἄλλη φανέρωσε τὴν δόξα τῶν ἔργων Του.
Εἶπε, λοιπόν, ὁ Σίμων: «Καλὸ εἶναι νὰ μείνουμε ἐδῶ». Ὤ Σίμων, τί λές; Ἐὰν μείνουμε ἐδῶ, ποιὸς θὰ ἐκπληρώσει τοὺς λόγους τῶν προφητῶν καὶ τὴν διδαχὴ τῶν κηρύκων ποιὸς θὰ ἐπισφραγίσει; Καὶ τὰ μυστήρια τῶν ὁσίων καὶ δικαίων ποιὸς θὰ τελειώσει; Ἐὰν μείνουμε ἐδῶ, τὸ «τρύπησαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια μου» σὲ ποιὸν θὰ πραγματοποιηθεῖ; Καὶ τὸ «διαμοίρασαν τὰ ἱμάτιά μου μεταξύ τους καὶ στὸν ἱματισμό μου ἔβαλαν κλῆρο» σὲ ποιὸν θὰ ταιριάξει; Καὶ τὸ «ἔδωσαν χολὴ στὸ στόμα μου καὶ στὴν δίψα μου μὲ πότισαν ξίδι» σὲ ποιὸν θὰ συμβεῖ; Καὶ ποιὸς θὰ βεβαιώσει τὸ «ἐλεύθερος ἀνάμεσα στοὺς νεκρούς»;
Ἐὰν μείνουμε ἐδῶ, τοῦ Ἀδὰμ τὸ χειρόγραφο ποιὸς θὰ σχίσει καὶ τὸ χρέος του ποιὸς θὰ ἀποδώσει; Καὶ ποιὸς θὰ ἀποκαταστήσει τὸ ἔνδυμα τῆς δόξας Του; Ἐὰν μείνουμε ἐδῶ, πῶς θὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ σχέδιό μου γιὰ σένα, πῶς θὰ οἰκοδομηθεῖ ἐπάνω σου ἡ Ἐκκλησία; Τὰ κλειδιὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν πού δέχθηκες, πῶς θὰ χρησιμεύσουν; Ἀλλά καὶ ποιὸν θὰ λύσεις ἤ ποιὸν θὰ δέσεις, Πέτρε; Ἐὰν παραμείνουμε ἐδῶ, ὅλα αὐτὰ ἀναιροῦνται.
Εἶπε πάλι ὁ Σίμων στὸν Ἰησοῦ: «Κύριε, καλὸ εἶναι νὰ μείνουμε ἐδῶ. Νὰ στήσουμε, ἐὰν θέλεις, τρεῖς σκηνές. Μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωϋσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία». Σίμων, δὲν ξέρεις τί λές. Στάλθηκες στὸν κόσμο νὰ οἰκοδομήσεις Ἐκκλησία καὶ τώρα ἑτοιμάζεις νὰ στήσεις σκηνὲς στὸ ὄρος; Εἶναι, λοιπόν, φανερὸ ὅτι ἀκόμη εἶχε ἀνθρώπινη ἀντίληψη γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν κατέτασσε μαζὶ μὲ τὸν Μωϋσῆ καὶ τὸν Ἠλία.
Θέλοντας, λοιπόν, ὁ Κύριος νὰ δείξει ὅτι δὲν ἔχει καμμία ἀνάγκη χειροποίητης σκηνῆς, μὲ νεφέλη φανέρωσε ὅτι Αὐτὸς εἶναι πού εἶχε ἑτοιμάσει στοὺς πατέρες τους σκηνὴ νεφέλης σαράντα χρόνια στὴν ἔρημο. Διότι ἐνῶ αὐτοὶ ἀκόμη μιλοῦσαν, νεφέλη φωτὸς τοὺς ἐπισκίασε. Βλέπε, Σίμων, σκηνὴ ἕτοιμη, πού ἐμποδίζει τὸ καῦμα, καὶ ὁλόφωτη, δίχως σκιὰ μέσα της. Σκηνὴ ἐξαστράπτουσα καὶ φωτίζουσα. Καὶ μέσα στὸν θαυμασμὸ τῶν μαθητῶν φωνὴ ἀκούστηκε ἀπὸ τὴν νεφέλη νὰ λέει: «Αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖον εὐαρεστοῦμαι, αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Καὶ μὲ τὴν φωνὴ τοῦ Πατέρα ὁ Μωϋσῆς ἐπέστρεψε στὸν τόπο του καὶ ὁ Ἠλίας γύρισε στὴν χώρα του. Καὶ οἱ ἀπόστολοι ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς μόνος στεκόταν, διότι ἡ φωνὴ ἐκείνη Αὐτὸν μόνο ἀφοροῦσε. Ἔφυγαν οἱ προφῆτες καὶ ἔπεσαν οἱ ἀπόστολοι, καθὼς δὲν ἐκπληρωνόταν σ’ αὐτοὺς τὸ νόημα τοῦ λόγου. Διότι δὲν ἦταν κανεὶς ἀπ’ αὐτοὺς υἱός ὁμοούσιος καὶ συναΐδιος μὲ τὸν Πατέρα, οὔτε γι’ αὐτοὺς ἦταν τὸ «αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε».
Μὲ τὸν λόγο, λοιπόν, αὐτὸν δήλωσε ὅτι ἀφαιρέθηκε πλέον ἡ οἰκονομία ἀπὸ τὸν Μωϋσῆ καὶ τὸν Ἠλία, καὶ στὸν Υἱό ὑπακούουν κατὰ πάντα. Μὴν πεῖτε, δηλαδή, ὅτι αὐτὰ εἶπε ὁ Μωϋσῆς καὶ αὐτὰ ὁ Ἠλίας. Διότι ὡς δοῦλοι ὑπηρέτησαν στὸ κέλευσμα καὶ αὐτὸ πού τοὺς ὑποδείχθηκε κήρυξαν. Αὐτὸς εἶναι υἱός καὶ ὄχι ὁμογενής· κύριος καὶ ὄχι δοῦλος· ἄρχοντας καὶ ὄχι ἀρχόμενος· νομοθέτης καὶ ὄχι νομοθετούμενος· ἴσος κατὰ τὴν θεία φύση καὶ υἱός ἀγαπητός.
Ἔτσι οἱ ἀπόστολοι μυήθηκαν σ’ αὐτὸ πού ἦταν γι’ αὐτοὺς ἄδηλο. Ἐδῶ ὁ Πατὴρ φανέρωσε τὸν Υἱό Του. Ἐδῶ ὁ Ὤν ἀναγγέλλει τὸ συναΐδιο γέννημά Του. Ἐξ αἰτίας τῆς φωνῆς αὐτῆς ἔπεσαν οἱ ἀπόστολοι μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ. Διότι ἦταν βροντὴ φοβερή, πού δονοῦσε καὶ τάραζε τὴν γῆ καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὸν φόβο ἔπεσαν χάμω. Ἔδειξε σ’ αὐτοὺς τὸ ἰσοδύναμο τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα στὴν θεϊκή Του φύση. Διότι καθὼς ἡ φωνὴ τοῦ Πατέρα τοὺς ἔριξε κάτω, ἔτσι καὶ ἡ φωνὴ τοῦ Υἵοῦ μὲ τὴν δύναμή Του τοὺς ἀνασήκωσε. Ἐκεῖ ἡ θεϊκή του δόξα καὶ ἡ ἀνθρώπινη σάρκα Του φαίνονταν σὲ ἕνα πρόσωπο. Διότι δὲν ἔλαβε ὅπως ὁ Μωϋσῆς ἐπίκτητη ὡραιότητα, ἀλλ’ ὡς Θεὸς στὴν δόξα Του ἄστραψε. Τοῦ Μωϋσῆ τὸ πρόσωπο ἐξωτερικὰ χρίσθηκε μὲ λαμπρότητα, ἐνῶ ὅλο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ὅπως ὁ ἥλιος στὶς ἀκτίνες του ἄστραφτε καὶ ἡ δόξα τῆς θεότητάς Του τὸ σῶμα τῆς ἀνθρωπότητάς Του σκέπασε.
Γι’ αὐτὸν ἀνήγγειλε ὁ Πατήρ: «Αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Δὲν ἦταν χωρισμένη ἡ δόξα τῆς θεότητάς Του ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητά Του, ἀλλά γιὰ ἕναν ἦταν ἡ φωνή, αὐτὸν πού φαινόταν σὲ σῶμα εὐτελὲς καὶ δόξα φοβερή. Καὶ ἡ ἁγία Μαρία υἱό τὸν ἀποκαλοῦσε, τοῦ ὁποίου τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δὲν ἦταν χωρισμένο ἀπὸ τὴν θεϊκή Του δόξα. Διότι εἶναι ἕνα πρόσωπο αὐτὸς πού φανερώθηκε στὸν κόσμο μὲ τὸ σῶμα καὶ τὴν δόξα Του. Καὶ ἡ δόξα Του μήνυσε τὴν ἐκ τοῦ Πατρὸς θεία φύση. Καὶ τὸ σῶμα Του μήνυσε τὴν ἐκ τῆς Μαρίας ἀνθρώπινη φύση.