Slide background

 PanagiaAgOros

Ἦ­ταν ἕ­να γε­ρον­τά­κι πού μό­λις ἄ­κου­γε τ’ ὄ­νο­μα τῆς Πα­να­γί­ας ἔ­κλαι­γε σάν μι­κρό παι­δί. Ἦ­ταν ἕ­νας Καυ­σο­κα­λυ­βί­της πού ὅ­πο­τε γύ­ρι­ζε πλευ­ρό τή νύχ­τα ἔ­ψελ­νε τό «Ἄ­ξι­όν ἐ­στι». Ἦ­ταν ἕ­νας Γρη­γο­ρι­ά­της ἡ­γού­με­νος ποὖ­χε «φά­ει» τήν εἰ­κό­να Της ἀ­πό τούς πολ­λούς ἀ­σπα­σμούς. Ἦ­ταν ἕ­νας Νε­ο­σκη­τι­ώ­της πού πα­ρα­κα­λο­ῡ­σε ὅ­ποι­ον ἔ­βλε­πε νά μι­λή­σει, νά γρά­ψει, νά ἐκ­δώ­σει, ὅ,τι ὑ­πῆρ­χε γι­ά τήν Πα­να­γί­α. Ἦ­ταν ἕ­νας μα­κα­ρί­της Ἰ­βη­ρί­της πού ἔ­πα­σχε ἀ­πό ἀ­γά­πη πρός τήν Πορ­τα­ῒ­τισ­σα. Ἕ­νας Φι­λο­θε­ῒ­της ἔ­λε­γε: «Ἔ­χο­μεν βε­βαί­ας τάς ἐλ­πί­δας εἰς τήν Γλυ­κο­φυ­λο­ῡ­σαν» Πα­να­γί­α.Ἡ μά­να τῶν Ἁ­γι­ο­ρι­τῶν.

Ἡ Πα­να­γί­α. Πά­νω ἀ­π’ ὅ­λες τίς ἁ­γί­ες. Μη­τέ­ρα τοῦ Θε­οῦ καί τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἡ κα­λύ­τε­ρη πα­ρα­μυ­θί­α. Ἡ πι­ό σί­γου­ρη πρέ­σβει­ρα τῶν πι­στῶν. Ἡ πι­ό τα­πει­νή, ἡ πι­ό κα­λή, ἡ πι­ό σε­μνή, ἡ πι­ό ὑ­πά­κου­η, ἡ πι­ό ὑ­πο­μο­νε­τι­κή, ἡ σι­ω­πη­λή, ἡ γεν­ναί­α, ἡ πρώ­τη, ἡ βασ­σί­λισ­σα, ἡ Κυ­ρί­α, ἡ Ἔ­φο­ρος, ἡ Οἰ­κο­νό­μισ­σα, ἡ φω­το­φό­ρος νε­φέ­λη καί μαν­να­δό­χος στά­μνα.

Χα­ρά νά τήν ἀν­τι­κρύ­σεις. Εὐ­χα­ρί­στη­ση νά τήν ἐ­πι­κα­λεῖ­σαι. Εὐ­λο­γί­α νά σ’ ἐ­πι­σκέ­πτε­ται. Ἐλ­πί­δα βέ­βαι­η νά τήν πα­ρα­κα­λᾶς. Βο­ή­θει­α με­γά­λη ἡ σκέ­πη της. Ποῦ νά βρεῖς τά ὡ­ραῖ­α λό­γι­α νά τήν ἐγ­κω­μι­ά­σεις;Πό­σο φτω­χή εἶ­ναι ἡ γλώσ­σα γι­ά τά με­γά­λα ὀ­νό­μα­τα;Πό­σο ἔ­χει φθα­ρεῖ ἡ γλώσ­σα ἀ­πό τήν κα­τά­χρη­ση. Ἔτ­σι σι­ω­πᾶς καί τά λές ὅ­λα. Ὅ­πως σι­ω­πη­λή ἀ­κο­λου­θοῦ­σε παν­τοῦ τόν ἀ­γα­πη­τό Υἱ­ό της. Μέ­χρι Σταυ­ροῦ.

 Ἀ­θω­νί­τισ­σα Θε­ο­τό­κε, τό ἀ­κοί­μη­το καν­δή­λι, τό ἁ­γνό κε­ρί, οἱ Χαι­ρε­τι­σμοί, ἡ Πα­ρά­κλη­ση, τό Θε­ο­το­κά­ρι­ο, τά Θε­ο­το­κί­α δέν σοῦ ἀρ­κοῦν. Μή­τε γο­νυ­κλι­σί­ες καί τά­μα­τα καί προ­σφο­ρές καί κομ­πο­σχοί­νι­α. Τήν κα­θα­ρό­τη­τα τῆς καρ­δι­ᾱς ζη­τᾶς γι­ά νἄλ­θει ὁ Υἱ­ός σου νά κα­τοι­κή­σει καί νά φέ­ρει θε­ο­τό­κες καί θε­ο­φό­ρες ὧ­ρες ἁ­γί­ας θε­ο­ψί­ας καί φω­το­χυ­σί­ας.­..

Μη­τέ­ρα τοῦ Θε­οῦ, μη­τέ­ρα τῶν ἄν­θρώ­πων, μη­τέ­ρα τοῦ πό­νου, μη­τέ­ρα τῆς ἀ­γω­νί­ας, μη­τέ­ρα τῶν θλι­βο­μέ­νων, σύν­τρο­φε τῶν μο­νο­μά­χων τοῦ Θε­οῦ, τῶν κα­λο­γέ­ρων.

Ἡ Θε­ο­τό­κος εἰ­δι­κά γι­ἀ τοὐς Ἁ­γι­ο­πεῖ­τες ἦ­ταν, εἶ­ναι καί θά εἶ­ναι: «Ἄ­μα­χος σύμ­μα­χος, τῶν πρα­κτέ­ων ὑ­φη­γη­τής, τῶν μή πρα­κτέ­ων ἑρ­μη­νευ­τής, κη­δε­μών, ἰ­α­τρός, τρο­φεύς.­.­.­». Ἄ­πει­ρές εἶ­ναι οἱ ἀ­πο­δεί­ξεις πού βε­βαι­ώ­νουν τήν ἀ­λή­θει­α τοῦ λό­γου.

Σέ κά­θε μο­να­στή­πι, κελ­λί καί κα­λύ­βη ὑ­πάρ­χουν οἱ εἰ­κό­νες της, μέ τίς ἔγ­γρα­φες καί ἄ­γρα­φες πα­ρα­δό­σεις, πού μι­λοῦν γι­ά θαυ­μα­στές ἐ­πεμ­βά­σεις της, γι­ά τήν ὁ­ρα­τή προ­στα­σί­α της. Καί ὅ­λα τοῦ­τα συμ­βαί­νουν γι­ά τήν ἀ­νόρ­θω­ση τοῦ πι­στοῦ καί τήν ἐ­πα­νόρ­θω­ση τοῦ ἀ­πί­στου.

Πε­ρί τῶν κυ­ρι­ω­τέ­ρων εἰ­κό­νων τῆς Ἀ­θω­νί­τισ­σας Θε­ο­τό­κου ὀ­λί­γα θ’ ἀ­να­φέ­ρου­με στήν ἀ­γά­πη σας πρός κα­τά­νυ­ξη, ὠ­φέ­λει­α καί ἀ­να­ψυ­χή.

Σέ πα­ρεκ­κλή­σι τῆς Με­γί­στης Λαύ­ρας βρί­σκε­ται ἡ θαυ­μα­τουρ­γή εἰ­κό­να τῆς «Κου­κου­ζέ­λισ­σας». Κα­τά μί­α ἀ­γρυ­πνί­α τοῦ Σαβ­βά­του τοῦ Ἀ­κα­θί­στου ὁ ὅ­σι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Κου­κου­ζέ­λης, ὁ καλ­λί­φω­νος Λαυ­ρι­ώ­της Πρω­το­ψάλ­της, με­τά τήν ὡ­ραι­ό­τα­τη ψαλ­μω­δί­α του, κά­θη­σε στό ἀ­πέ­ναν­τι τῆς εἰ­κό­νας στα­σί­δι λί­γο ν’ ἀ­να­παυ­θεῖ. Ἐ­κεῖ τοῦ πα­ρου­σι­ά­σθη­κε ἡ Θε­ο­τό­κος λέ­γον­τας: «Χαί­ροις Ἰ­ω­άν­νη. Ψάλ­λε μοι, καί ἐ­γώ οὐ μή σέ ἐγ­κα­τα­λεί­ψω». Καί τοῦ πρό­σφε­ρε δῶ­ρο εὐ­χα­ρι­στί­ας ἕ­να χρυ­σό νό­μι­σμα, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­φι­ε­ρώ­θη­κε στήν εἰ­κό­να της καί πολ­λά θαύ­μα­τα κα­τά και­ρούς τέ­λε­σε. Ἀρ­γό­τε­ρα καί πά­λι τοῦ ἐμ­φα­νί­σθη­κε ἡ Θφο­τό­κος, γι­ά νά τοῦ θε­ρα­πεύ­σει τά πό­δι­α­του, πού εἶ­χαν σα­πί­σει ἀ­πό τίς συ­νε­χεῖς ἔν­δα­κρεις στά­σεις του, τίς ἀ­γρυ­πνί­ες καί τήν ὀρ­θο­στα­σί­α καί τοῦ εἶ­πε: «Α­πό τοῦ νῦν ἔ­σο ὑ­γι­ής». Ἔτ­σι ἀν­τα­μεί­βει ἡ Οὐ­ρά­νι­α Ἄ­νασ­σα τούς τα­πει­νούς δι­α­κο­νη­τές της.

Στή μο­νή τοῦ Βα­το­πε­δί­ου, πού τι­μᾶ­ται στόν Εὐ­αγ­γα­λι­σμό τῆς Θε­ο­τό­κου, ὅ­που θη­σαυ­ρί­ζε­ται ἡ τι­μί­α ζώ­νη τῆσ Θε­ου­ό­κου, ὑ­πάρ­χουν ἕ­ξι θαυ­μα­τουρ­γές εἰ­κό­νες τῆς Πα­να­γί­ας:

Ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς εἰ­κό­νας τῆς λε­γο­μέ­νης «Πα­ρα­μυ­θί­α» εἶ­ναι ἁ­πλή, σύν­το­μη καί ἐ­κλη­κτι­κή. Σέ πει­ρα­τι­κῆς ἐ­πι­δρο­μῆς ὁ ἡ­γού­με­νος τῆς μο­νῆς ἄ­κου­σε τή Θε­ο­τό­κο νά τοῦ λέ­ει: «Μή ἀ­νοί­ξη­τε σή­με­ρον τάς πύ­λας τῆς μο­νῆς.­.­.­». Ὁ ἡ­γού­με­νος κά­λε­σε τήν ἀ­δελ­φό­τη­τα καί δι­η­γή­θη­κε τό γε­γο­νός κι ὅ­λοι πα­ρε­τή­ρη­σαν πώς ὁ σχη­μα­τι­σμός τοῦ προ­σώ­που τῆς Θε­ο­μή­το­ρος εἶ­χε ἀλ­λά­ξει κι ἔτ­σι πα­ρα­μέ­νει μέ­χρι σή­με­ρα. Ἡ ἔκ­φρα­ση τῆς Πα­να­γί­ας φα­νε­ρώ­νει συμ­πά­θει­α καί ἀ­γά­πη, τό βλέμ­μα της δη­λώ­νει ἐ­πι­εί­κει­α καί πρα­ό­τη­τα καί στά χεί­λη της ὑ­πάρ­χει μει­δί­α­μα σε­μνό καί χα­ρί­εν. Δι­καί­ως λοι­πόν ἐ­πω­νο­μά­σθη­κε «Πα­ρα­μυ­θί­α».

Μί­α ἄλ­λη εἰ­κό­να ἡ λε­γο­μέ­νη «’­Ε­σφαγ­μέ­νη» δέ­χθη­κε κτύ­πη­μα μέ μα­χαί­ρι ἀ­πό ἕ­να ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό τῆς μο­νῆς, ἀ­πρό­σε­κτο, δαι­μο­νο­κί­νη­το καί συγ­χυ­σμέ­νο. Ἀ­μέ­σως ἡ εἰ­κό­να ἔ­τρε­ξε αἷ­μα πο­λύ, καί τό πρό­σω­πο ἄρ­χι­σε να γί­νε­ται ὠ­χρό ὡς νά ἦ­ταν ζων­τα­νό καί ν’ ἀ­πέ­θνη­σκε ἀ­πό τήν αἱ­μορ­ρα­γί­α. Ὁ ἀ­νό­σι­ος μο­να­χός τυ­φλώ­θη­κε κι ἀ­σθέ­νη­σε βα­ρει­ά γι­ά τό τόλ­μη­μά­του. Οἱ προ­σευ­χές τῶν πα­τέ­ρων καί οἱ με­σι­τεῖ­ες του στή με­σί­τρι­α τοῦ κό­σμου τοῦ ἔ­δω­σαν τήν ὑ­γεί­α του. Ἀ­πό τό­τε ἔ­λα­βε ἕ­να στα­σί­δι μπρο­στά στήν εἰ­κό­να της καί δι­ῆλ­θε τό ὑ­πό­λοι­πο τῆς ζω­ῆς του μέ με­τά­νοι­α, αὐ­το­μεμ­ψί­α καί με­γά­λη ἄ­σκη­ση.

Στόν με­σημ­βρι­νό τοῖ­χο τοῦ πα­ρά τό Κα­θο­λι­κό πα­ρεκ­κλη­σί­ου τοῦ Ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου βρί­σκε­ται τοι­χο­γρα­φη­μέ­νη ἡ  «’­Αν­τι­φω­νή­τρι­α». Ἡ ἱ­στο­ρί­α της προ­η­γεῖ­ται τῆς τοι­χο­γρα­φή­σε­ώς­της. Ἡ αὐ­το­κρά­τει­ρα Πλα­κι­δί­α ἐ­πι­σκε­πτό­με­νη τή μο­νή, ἄ­κου­σε στό ση­μεῖ­ο ὅ­που κα­τό­πιν τοι­χο­γρα­φή­θη­κε ἡ εἰ­κό­να, τή φω­νή τῆς­Θε­ο­τό­κου νά τῆς λέ­ει:»Τί θέ­λεις, σύ, ἐν­ταῦ­θα; ἐν­ταῦ­θά εἰ­σι μο­να­χοί.­.­.­». Ἡ αὐ­το­κρά­τει­ρα γο­νυ­πε­τής ζή­τη­σε συγ­χώ­ρε­ση ἀ­πό τήν προ­στά­τισ­σα τῆς μο­νῆς κι ἀ­να­χώ­ρη­σε, ἀ­φοῦ πρίν πα­ρήγ­γει­λε νά ἱ­στο­ρη­θεῖ ἡ εἰ­κό­να τῆς Θε­ο­τό­κου καί νά ὑ­πάρ­χει ἀ­κοί­μη­τη καν­δή­λα, ἡ ὁ­ποί­α ὑ­πάρ­χει μέ­χρι σή­με­ρα.

Στή Σερ­βι­κή μο­νή τοῦ Χι­λαν­δα­ρί­ου, τήν τι­μώ­με­νη στά Εἰ­σό­δι­α τῆς Θε­ο­τό­κου, ὐ­πάρ­χουν ἕ­ξι θαυ­μα­τουρ­γές εἰ­κό­νες τῆς Πα­να­γί­ας:

Τήν πρώ­τη θέ­ση, κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α, τήν ἔ­χει ἡ «Τρι­χε­ροῦ­σα», τῆς ὀ­ποί­ας ἠ ἰ­στο­ρί­α εἶ­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη μέ τόν βί­ο τοῦ με­γά­λου ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Δα­μα­σκη­νοῦ, τοῦ με­γί­στου τῶν ὐ­μνο­γρά­φων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ὁ ἅ­γι­ος κα­τη­γο­ρή­θη­κε στόν ἄρ­χον­τα τῆς Δα­μα­σκοῦ ὅ­τι ἔ­γρα­ψε δρι­μύ­τα­τες ἐ­πι­στο­λές κα­τά τοῦ εἰ­κο­νο­μά­χου αὐ­το­κρά­το­ρα Λέ­ον­τος τοῦ Ἴ­σαυ­ρου. Ἡ τι­μω­ρί­α του ἦ­ταν νά τοῦ κό­ψουν τό χέ­ρι. Ὁ ἅ­γι­ος με­τά ἀ­πό θερ­μή προ­σευ­χή στή Θε­ο­τό­κο θε­ρα­πεύ­τη­κε τε­λεί­ως καί με­τα­βαί­νον­τας στή Λαύ­ρα τοῦ Ἁ­γί­ου Σάβ­βα τῶν Ἰ­ε­ρο­σο­λύ­μων πρός μο­να­σμό πα­ρέ­λα­βε καί τήν εἰ­κό­να. Ὅ­ταν δέ ὁ ἅ­γι­ος Σάβ­βας, ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος τῶν Σέρ­βων καί κτί­το­ρας τῆς μο­νῆς Χι­λαν­δα­ρί­ου, πῆ­γε προ­σκυ­νη­τής στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, τοῦ ἔ­δω­σαν οἱ πα­τέ­ρες δῶ­ρο τήν εἰ­κό­να, τή­νὁ­ποί­α με­τέ­φε­ρε εὐ­λο­γί­α στήν πα­τρί­δα του. Τόν 14ο αἰ­ώ­να στά προ­πύ­λαι­α τῆς μο­νῆς Χι­λαν­δα­ρί­ου συ­νέ­βη τό ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο γε­γο­νός ἕ­να ζῶ­ο νά στα­θεῖ ἐ­κεῖ φέρ­νον­τας μό­νο του τή θεί­α εἰ­κό­να. Οἱ πα­τέ­ρες τήν ἔ­θε­σαν μέ συγ­κί­νη­ση στό ἱ­ε­ρό βῆ­μα. Ὅ­ταν δέ κά­πο­τε ἡ ἀ­δελ­φό­τη­τα τῆς μο­νῆς δι­χά­στη­κε ὡς πρός τήν ἐ­κλο­γή νέ­ου ἡ­γου­μέ­νου, στήν ἡ­γου­με­νι­κή θέ­ση βρέ­θη­κε ἡ «Τρι­χε­ροῦ­σα». Ἀ­πό τό­τε ἀν­τί γι­ά ἡ­γου­μέ­νου ἐ­κλέ­γε­ται προ­η­γού­με­νος καί οἱ δι­α­κο­νη­τές μέ βα­θει­ά εὐ­λά­βει­α θέ­τουν με­τά­νοι­α στήν εἰ­κό­να ἀν­τί τοῦ ἡ­γου­μέ­νου, αἰ­σθα­νό­με­νοι τήν προ­στα­τευ­τι­κή της χά­ρη.

Στή Βουλ­γά­ρι­κη μο­νή τοῦ Ζω­γρά­φου «ὑ­πάρ­χει ἡ εἰ­κό­να τοῦ «’­Α­κα­θί­στου». Ἡ ἱ­στο­ρί­α της πε­ρι­λη­πτι­κά ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς;Πλη­σί­ον τῆς μο­νῆς ζοῦ­σε ἀ­σκη­τής, ὁ ὁ­ποῖ­ος συ­νή­θι­ζε πολ­λές φο­ρές τῆς ἡ­μέ­ρας νά λέ­γει τούς «Χαι­ρε­τι­σμούς» τῆς Πα­να­γί­ας μπρο­στά σε­αὐ­τή τήν εἰ­κό­να. Μί­α ἡ­μέ­ρα στά πρός τήν Θε­ο­τό­κο «Χαῖ­ρε» πού ἔ­λε­γε, ἄ­κου­σε ἀ­πό τήν εἰ­κό­να: «Χαῖ­ρε καί σύ Γέ­ρων τοῦ Θε­οῦ». Στή συ­νέ­χει­α τοῦ μή­νυ­σε νά πά­ει στή μο­νή καί νά εἰ­δο­ποι­ή­σει τούς πα­τέ­ρες πώς κιν­δυ­νεύ­ουν ἀ­πό αἱ­ρε­τι­κους, πού ἔρ­χον­ται μέ ἄ­γρι­ες δι­α­θέ­σεις. Πράγ­μα­τι τή σθε­να­ρή ἀν­τί­στα­σή τους πρός τούς Λα­τι­νό­φρο­νες πλή­ρω­σαν μέ μαρ­τυ­ρι­κό τέ­λος, οἱ 26 Ζω­γρα­φῖ­τες ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρες, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­κά­η­σαν. Ἡ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας ἦλ­θε κα­τά θαυ­μα­στό τρό­πο στό μο­να­στή­ρι καί κα­τά τήν πυρ­κα­ϊ­ά δέν κά­η­κε.

«Ἡ τῶν ἀ­πηλ­πι­σμέ­νων μό­νη ἐλ­πίς»

Ἡ Πα­να­γί­α εἶ­ναι ἡ μό­νη ἐλ­πί­δα. Δέν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λη γι­ά τούς πολ­λούς ἀ­πελ­πι­σμέ­νους. Μο­νά­κρι­βη μά­να. Εἶ­χε ἀ­πελ­πι­στεῖ ἀ­πό τίς ἱ­κα­νό­τη­τές της. Δέν στε­κό­ταν στά δε­κα­νί­κι­α τῶν λό­γων τῶν ἄλ­λων. Στη­ρι­ζό­ταν στόν σταυ­ρό τοῦ Υἱ­οῦ της. Ὁ πό­νος τήν ὀ­μόρ­φαι­νε πι­ό πο­λύ. Στόν κίν­δυ­νο βρῆ­κε τή λύ­τρω­ση. Ἐ­πέ­λε­ξε τή σι­ω­πή. Κυ­νη­γή­θη­κε. Ἀ­γά­πη­σε τά δύ­σκο­λα. Ἄν­τε­ξε στόν πό­νο. Ἄν­τε­ξε καί στήν εὐ­τυ­χί­α τῶν μα­θη­τῶν τοῦ Υἱ­οῦ της, δί­χως λά­θη στίς ἐ­ξε­τά­σεις. Ἤ­ξε­ρε ν’ ἀ­να­μέ­νει.

Ἔ­πα­θε λοι­πόν κι ἔ­μα­θε. Κέρ­δι­σε κι ἔ­χει νά δώ­σει. Ὅ,τι ἔ­χει εἶ­ναι δι­κό μας. Ὁ πλοῦ­τος ἀ­κέ­νω­τος, ζω­ο­δό­χος πη­γή, ζω­η­φό­ρος ἀ­γά­πη, ἐ­πι­τά­φι­ος τῆς ἀ­πό­γνω­σης. Νά μή τήν κα­τα­δέ­χον­ται καί νἆ­ναι τό­σο κα­τα­δε­κτι­κή. Ἡ ἔκ­φρα­σή της μι­ά με­γά­λη σι­ω­πή, εὔ­λα­λη. Σκου­πι­δο­τε­νε­κέ­δες πε­ριτ­τῶν λό­γων κα­θη­με­ρι­νά στίς ἐ­ξώ­θυ­ρες, γε­μᾶ­τοι οἱ λάκ­κοι. Τό πέμ­πτο εὐ­αγ­γέ­λι­ο τῆς Πα­να­γί­ας εἶ­ναι ὅ­λο λευ­κές σε­λί­δες, εἶ­ναι γραμ­μέ­νο ἀ­πό θω­πευ­τι­κή σι­ω­πή, ἀ­πό με­λά­νι πα­ρα­μυ­θί­ας. Εἶ­ναι μι­ά ἀ­νοιχ­τή ἀγ­κα­λι­ά, μι­ά σε­μνή πα­ρου­σί­α, ἕ­να μαν­τή­λι, ἕ­να ρό­δο, ἕ­να κου­κί θυ­μί­α­μα στό λι­βα­νι­στή­ρι τῆς γι­α­γι­ᾶς, μι­ά ἀχ­τί­δα ἡ­λί­ου στήν κλει­στή κά­μα­ρη, ἡ μό­νη γυ­ναι­κεί­α μορ­φή στό κελ­λί τοῦ ἀ­σκη­τή.­.. τό λι­μά­νι τῆς σω­τή­ρί­ας, τό μα­φό­ρι της σκέ­πα­στρο πα­ρη­γο­ρι­ᾶς, ἡ ἀ­ρε­τή της τρο­φή μας, ὅ­λων τῶν πει­να­σμέ­νων, τῶν φτω­χῶν ἄ­φω­των, ἡ φί­λη τῶν ἀ­θώ­ων, τῶν μαυ­ρι­σμέ­νων στό δά­κρυ πο­νε­μέ­νων γι­ά­τρισ­σα, ὁ ἥ­λι­ος τοῦ χι­ο­νι­οῦ μας.

Ἡ Πα­να­γί­α δέν εἶ­ναι δι­ό­λου δυσ­νό­η­τη, δέν εἶ­ναι σύμ­βο­λο, δέν εἶ­ναι οὔ­τε γρι­ά οὔ­τε παι­δού­λα, ξέ­ρει πό­σο αἰ­σι­ό­δο­ξη νά εἶ­ναι, ν’ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ξέ­ρει ἀ­πό τό προ­σκή­νι­ο, ἐ­κεῖ πού δέν θέ­λουν νά τήν ἐ­πι­κα­λοῦν­ται. Δέν θέ­λει νά δυ­σκο­λεύ­ει κα­νέ­να, οὔ­τε μέ τήν ἀ­γά­πη της. Ὅ­σοι ἐ­πέ­λε­ξαν τή χα­ζο­μά­ρα τούς ἀ­φή­νει νά φᾶ­νε τά μοῦ­τρα τους.

+Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου



© Copyright 2023 Ιερός Καθεδρικός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου και Αγίου Στεφάνου Δήμου Διονύσου Αττικής Back To Top

Publish the Menu module to "offcanvas" position. Here you can publish other modules as well.
Learn More.