Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι ἡ πλέον χαρακτηριστική περίοδος, ὅπου ἀναδεικνύεται σέ ὅλο το μεγαλεῖο του ὁ πλοῦτος τῆς χριστιανικῆς λατρείας. Κατά τόν Ἰωάννη Φουντούλη, ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή «εἶναι ἡ πρώτη, καί μεγάλη, καί κύρια νηστεία, ποῦ ἐπηρεάζει τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας οὐσιαστικά, ὅσο καμία ἄλλη ἡμέρα ἤ περίοδος νηστείας».
Πέρα ἀπό τόν ἀσκητικό – νηστίσιμο χαρακτήρα τῶν ἡμερῶν, ἡ θεία λατρεία παρουσιάζει πλειάδα τελετουργικῶν ἰδιομορφιῶν. «Τά ἰδιόμορφα στοιχεῖα, ποῦ ἄφθονα προβάλλουν κατά τήν περίοδο αὐτή, προσελκύουν τό ἐνδιαφέρον τῶν χριστιανῶν καί ξυπνοῦν τήν κοιμωμένη πολλές φορές λειτουργική τους συνείδηση, ποῦ ἔχει φθαρεῖ ἀπό τή διαρκῆ ἐπανάληψη τῶν ἴδιων διαρκῶς λειτουργικῶν στοιχείων».
Σύμφωνα μέ τόν μακαριστό μητροπολίτη Πατρών Νικόδημο Βαλληνδρά, ἡ λατρεία ἀποτελεῖ τή δημόσια καί πλέον ἐμφανῆ ἀπό τίς ἐκφάνσεις τῆς ἐκκλησιακῆς σύναξης, σέ ἀντίθεση μέ τήν πνευματική ἄσκηση καί τή νηστεία πού ἐπαφίενται στήν ἀγαθή προαίρεση τοῦ πιστοῦ καί τή διάκριση τοῦ πνευματικοῦ του, στοιχεῖα ἀπαραίτητα καί τά δύο γιά τήν πνευματική προκοπή τοῦ χριστιανοῦ.
Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή θεωρεῖται ὡς ἡ ἱερότερη περίοδος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ἡ ἱερότητα τῶν ἡμερῶν ἐπιτάσσει τήν ἐπιτέλεση ἀρχαϊκοῦ λειτουργικοῦ τυπικοῦ, καθώς οἱ ἡμέρες αὐτές διακρίνονται γιά τήν τελετουργική συντηρητικότητά τους. Ἔτσι, ἐπανέρχονται στή λατρεία σχολάζοντα στοιχεῖα τοῦ τυπικοῦ, ὅπως οἵ ἀκολουθίες τῶν Ὡρῶν, τῶν Τυπικῶν καί τοῦ Ἀποδείπνου, ἀλλά καί ἄλλα ἐπιμέρους στοιχεῖα.
Ἡ διαφορότητα τῆς λειτουργικῆς ζωῆς συναντᾶται ἐντονότερα τίς καθημερινές της Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁπότε οἱ ἱερές ἀκολουθίες εἶναι ἀλλεπάλληλες. Τό πλέγμα τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν τῶν ἡμερῶν περιγράφεται εὔστοχα ἀπό τόν ψαλμικό στίχο «Ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἤνεσα σοί» (Ψάλμ. ριη’, 164). Ὄντως, οἱ ἀκολουθίες τῶν καθημερινῶν της Τεσσαρακοστῆς ἔχουν ἀναπτυχθεῖ ἔτσι, ὥστε ὁ πιστός νά προσέρχεται σέ προσευχή ἑπτά φορές τήν ἡμέρα. Τό τυπικό αὐτό τελεῖται ἀκώλυτα στίς μονές.
Ὅμως, ὁ κοσμικός τρόπος ζωῆς καί οἱ ρυθμοί τοῦ ἐνοριακοῦ βίου δέν ἐπιτρέπουν τήν «ἑπτάκις τῆς ἡμέρας» προσέλευση τῶν πιστῶν σέ προσευχή. Ἔτσι, ἡ διάκριση τῶν καθ’ ἡμέρα ἀκολουθιῶν σέ ἑπτά σταθμούς συμπυκνώνεται σέ δύο μεγάλες ἑνότητες -μία πρωινή καί μία ἀπογευματινή- πρός ἐξυπηρέτηση τῶν ἐνοριακῶν ἀναγκῶν. Τό πρωί τελοῦνται συνημμένα οἱ ἀκολουθίες τοῦ Μεσονυκτικοῦ, τοῦ Ὄρθρου, τῶν Ὡρῶν καί τοῦ Ἑσπερινοῦ, ἐνῶ τό ἀπόγευμα ἀπομένει μόνο ἡ τέλεση τοῦ Ἀποδείπνου.
Ἡ πρωινή ὁμάδα τῶν ἀκολουθιῶν τῆς ἐνοριακῆς σύναξης περατώνεται παράδοξα μέ τή συνήθως τελούμενη τό ἀπόγευμα ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ. Ἡ μετάθεση αὐτή ἐξηγεῖται ὡς ἑξῆς. Ὁ χρόνος τέλεσης τῆς Προηγιασμένης κατά τό ἑσπέρας τῆς Τετάρτης καί τῆς Παρασκευῆς τῶν Νηστειῶν προτιμήθηκε ἐξαιτίας τῆς ὁλοήμερης νηστείας ἕως τήν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ, ὁπότε, μετά τήν μετάληψη τῶν Τιμίων Δώρων, ὁ πιστός μποροῦσε νά καταλύσει τροφῆς. Στήν ἐνοριακή πράξη ἡ μετάδοση τῶν Προηγιασμένων μετατίθεται πολλές φορές τό πρωί, λόγω, ἀφενός, τῆς ἀδυναμίας τῶν πιστῶν νά τηρήσουν τήν αὐστηρή νηστεία, καί ἀφετέρου, τῆς συνήθειας τέλεσης τῆς ἀναίμακτης ἱερουργίας τίς πρωινές ὧρες. Ἐξαιτίας τῆς χρονικῆς μετάθεσης τῆς Προηγιασμένης, συμπαρασύρθηκε καί ἡ τέλεση τοῦ Ἑσπερινοῦ το πρωί, καθώς οἱ δύο ἀκολουθίες τελοῦνται σέ συνάρθρωση. Ἔτσι, καθιερώθηκε νά τελεῖται ὁ Ἑσπερινός το πρωί, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἐάν θά ἀκολουθήσει μετάληψη Προηγιασμένων.
Τό ἀπόγευμα, κατά τή συνήθη ὥρα τέλεσης τοῦ Ἑσπερινοῦ, τελεῖται ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἀποδείπνου. Τό Ἀπόδειπνο συνιστᾶ ἀκολουθία καθαρά μοναστηριακῆς ἐπίδρασης. Δέν εἴθισται νά τελεῖται στίς ἐνορίες καθ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ὅμως, τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή τελεῖται ἀπαρέγκλιτα. Κατά τό σύστημα τῆς «ἑπτάκις τῆς ἡμέρας» προσευχῆς, ἀποτελεῖ τήν τελευταία των διατεταγμένων τακτικῶν ἀκολουθιῶν. Σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης συνιστᾶ εὐχαριστία «ὑπέρ τῆς νυκτός, διά τήν ὑπό τῶν κόπων ἀνάπαυσιν, καί διά τήν ὑπόμνησιν τοῦ θανάτου, καί ὡς ἀπαρχή τῆς νυκτός, ἴνα ταύτην ἀνεπηρεάστως διέλθωμεν».
Κατά τίς νηστίσιμες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, δηλαδή ἀπό τήν Δευτέρα ἕως καί τήν Πέμπτη, τελεῖται τό Μέγα Ἀπόδειπνο. Συνιστᾶ τήν ἀρχαία μορφή τοῦ Ἀποδείπνου, ἡ ὁποία συναντᾶται σέ ὅλα τα παλαιά χειρόγραφα. Ἡ μακροσκελής διάταξή του, ἀποτελούμενη ἀπό τρεῖς ἑνότητες, ὁδήγησε σταδιακά τήν Ἐκκλησία στήν καθιέρωση τῆς συντετμημένης μορφῆς τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου, δηλαδή μίας ἐπιτομῆς τοῦ ἀρχικοῦ, ἡ ὁποία μαρτυρεῖται μόνο στή νεώτερη χειρόγραφη παράδοση. Ἡ σύνθεση τῆς ἐπιτομῆς τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου ἀπέδωσε αὐτόματα στήν ἀρχαία, ἐκτενῆ διάταξή του τόν χαρακτηρισμό τοῦ Μεγάλου. Ἔτσι, ἕνεκα καί τῆς συντηρητικότητας τῶν καθημερινῶν της Τεσσαρακοστῆς, ἐπανέρχεται σέ χρήση τό Μέγα Ἀπόδειπνο.
Κατά τήν ἁγιορείτικη καί τή σλαβική τάξη, μπορεῖ νά ψαλλεῖ τίς παραμονές Χριστουγέννων καί Θεοφανείων, ἀλλά καί κατά τίς ἡμέρες πού ψάλλεται στόν Ὄρθρο ἀντί τοῦ «Θεός Κύριος» το «Ἀλληλούια». Ὅλες τίς ὑπόλοιπες ἡμέρες ψάλλεται τό Μικρό Ἀπόδειπνο. Κατά τό Μικρό Ἀπόδειπνο τῆς Παρασκευῆς ἀπό τήν Ἅ’ ἕως καί τήν Ἐ’ Ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν παρεμβάλλεται μετά τό «Ἄξιόν Ἐστι» ὁ κανόνας τῆς Θεοτόκου «Ἀνοίξω τό Στόμα μου», ποίημα Ἰωσήφ τοῦ Ὑμνογράφου, καί ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος πρός τή Θεοτόκο, σέ τέσσερις στάσεις τίς πρῶτες τέσσερις Παρασκευές καί ἐν συνόλω τήν πέμπτη Παρασκευή. Ἡ πρακτική αὐτή συνδέεται μέ τήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Δεδομένης τῆς ἀδυναμίας ὕπαρξης προεόρτιων καί μεθεόρτιων ἡμερῶν λόγω τοῦ κατανυκτικοῦ κλίματος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία θέσπισε τήν κατά τήν τάξη αὐτή ἀπαγγελία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, ὥστε νά ἑορτασθεῖ κατάλληλα καί μέ τή δέουσα μεγαλοπρέπεια καί αὐτή ἡ θεομητορική ἑορτή.
Τίς καθημερινές της Ἅ’ ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν παρεμβάλλεται τμηματικά στό Μέγα Ἀπόδειπνο ὁ Μέγας Κανόνας τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης, ἐνῶ τίς ὑπόλοιπες ἑβδομάδες ὁ ἐνδιάτακτος κανόνας πρός τιμή τῆς Θεοτόκου. Ἀκόμα, ἡ ἀνάγνωση Εὐαγγελίου πρίν τό πέρας τῶν Ἀποδείπνων τῆς Ἅ’ Ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν συνιστᾶ κατάλοιπο ἀρχαιότερης λειτουργικῆς τάξης. Οἱ σχετικές εὐαγγελικές περικοπές ἀποτελοῦν στοιχεῖο τῶν παννυχίδων πού τελοῦνταν κατά τίς ἡμέρες αὐτές, οἱ ὁποῖες σταδιακά τέθηκαν ἐκτός λειτουργικοῦ τυπικοῦ.
Ἐξετάζοντας τή λειτουργική ζωή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, καί δή τίς ἑσπερινές ἀκολουθίες της, μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε τόν πραγματικό πλοῦτο καί τό μεγαλεῖο πού κρύβει ἡ θεία λατρεία. Στήν ἐνοριακή, καθημερινή πράξη ἐμφανίστηκαν καί ἀφανίσθηκαν ἀνά τούς αἰῶνες πληθώρα στοιχείων, μέ ἀποτέλεσμα τή σύγχρονη τυπική διάταξη τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν.
Ἡ τεσσαρακονθήμερη νηστεία ἀποτελεῖ μοναδική εὐκαιρία ἐντός του ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους γιά νά προσεγγίσουμε τόν πλοῦτο αὐτό, ὁ ὁποῖος ἀνασύρεται ἀπό τίς λειτουργικές, «μουσειακές» προθῆκες τῆς Ἐκκλησίας καί γίνεται ὄργανο ὑμνωδίας καί λατρείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνάσυρση ὅλων αὐτῶν τῶν ξένων γιά ὁλόκληρό το λειτουργικό ἔτος στοιχείων καί ἰδιομορφιῶν εἶναι εὐκαιρία ὠφέλειας.
Εἶναι ἕνα κάλεσμα γιά μία νέα λειτουργική καί πνευματική ζωή μέ στόχο τήν ἀναμενόμενη ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.